Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ώρες μετά τον θάνατό του, η ηλεκτρονική σελίδα των «ΝΕΩΝ» (www.tanea.gr) είχε αναρτήσει την τελευταία συνέντευξη του Εμμανουήλ Κριαρά. Από κάτω, φιλοξενούσε σχόλια αναγνωστών και υπήρχε ένας σχολιαστής που επέμενε, εντελώς άκομψα και στα όρια της ύβρεως, με ύφος που θύμιζε χρυσαυγίτικη χολή, να στέλνει βέλη με τα οποία αμφισβητούσε την αξία του Κριαρά και το βάθρο στο οποίο ο χρόνος και το συνεχώς αυξανόμενο κύρος του τον είχαν τοποθετήσει. Το βασικό επιχείρημα ήταν η εισήγησή του, άλλοτε, να μη διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο σε μια ορισμένη περίοδο του σχολικού βίου των μαθητών. Αλλά και υπονοώντας -χωρίς να το λέει καθαρά –ότι δεν μπορεί να επιδοκιμάζεται η αποφασιστική συμβολή του φιλολόγου στην καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους.

Ενα πρώτο συμπέρασμα –αν συνδυάσει κανείς τέτοιου τύπου σχόλια με τις επιθέσεις κατά συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού –είναι ότι ύστερα από μια μικρή περίοδο αναδίπλωσης λόγω συλλήψεων και πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τη δολοφονία Φύσσα, οι μηχανισμοί αυτοί επανακάμπτουν –στους δρόμους και στο Διαδίκτυο.

Ας μείνουμε όμως στον Κριαρά. Που δεν αρνιόταν βέβαια την αξία των αρχαίων, υπερασπιζόταν όμως με πάθος την εμπέδωση της γνώσης νέας ελληνικής –κάτι για το οποίο δυστυχώς δικαιώνεται αν παρατηρήσει κανείς την –ανύπαρκτη –γλωσσική ποιότητα των κειμένων των εγκάθετων διαδικτυακών σχολιογράφων.

Ενα είναι βέβαιο: Στα περίπου 90 χρόνια ενήλικου βίου του, ο Κριαράς παρέμεινε αταλάντευτα πιστός στις ίδιες αρχές και αξίες που τον κατέστησαν κοινωνικά χρήσιμο και επιστημονικά αξιόπιστο. Απλώς οι εποχές άλλαζαν καθιστώντας αυτές τις αρχές και αξίες άλλοτε μετριοπαθείς και άλλοτε κάπως ακραίες, άλλοτε κοινά αποδεκτές και άλλοτε αμφισβητούμενες. Σήμερα που ζούμε –και διεθνώς –μια συντηρητική αναδίπλωση, δεν είναι έκπληξη η αμφισβήτηση προοδευτικών διανοουμένων όπως ο Κριαράς. Εστω και αν οι περισσότεροι αμφισβητίες δεν διαθέτουν ούτε το ένα εκατομμυριοστό των γλωσσικών γνώσεων του Κριαρά, ο οποίος μάλιστα αφιέρωσε τη ζωή του στην αποκρυπτογράφηση της ενδιάμεσης –ανάμεσα στα αρχαία και τα νέα ελληνικά –μεσαιωνικής γλώσσας.

Ο καθηγητής, που μοίρασε τη ζωή και τον θάνατο ανάμεσα στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη, ήταν επίσης εργασιομανής. Και εργαζόταν μέχρι τέλους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το τελευταίο βιβλίο που φέρει την υπογραφή του εκδόθηκε το 2012, όταν ο ίδιος ήταν 106 ετών!

Πρόκειται για το «Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης», ένα κείμενο του 15 αι. για την Αλωση. Είχε ήδη παρουσιάσει το κείμενο αυτό ο Κριαράς πριν από πολλές δεκαετίες, σε μια κριτική έκδοση, όμως του ζήτησε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) να επιμεληθεί μια χρηστική έκδοση για το ευρύ κοινό. Και πράγματι το έκανε ο Κριαράς, δίνοντας όλες τις βασικές πληροφορίες για το κείμενο και προσθέτοντας νέα επιχειρήματα για την προέλευσή του. Ανατρέποντας τη θεωρία περί κρητικής προέλευσης του ποιήματος που είχε καθιερώσει ο Καρλ Κρουμπάχερ από το 1900 και επιμένοντας ότι το «ανακάλημα» είναι κυπριακό.

Ανακάλημα στην κυπριακή διάλεκτο –και όχι μόνο –δεν σημαίνει ανάκληση μνήμης, αλλά θρήνος. Από τα πολλά θρηνητικά κείμενα που γράφτηκαν για την πτώση της Πόλης –όχι μόνο στον ελληνικό χώρο –αυτό ξεχωρίζει γιατί είναι καίριο όντας ταυτόχρονα μικρό, μόλις 118 στίχοι. Δεν του λείπουν τα αρχαϊκά στοιχεία, ωστόσο σχετίζεται και με την ατμόσφαιρα του δημοτικού τραγουδιού. Το επιχείρημα του Κρουμπάχερ αντλήθηκε από το γεγονός ότι στο ποίημα αναφέρονται Κρητικοί από τους οποίους ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας (όπως λεγόταν τότε αυτό που σήμερα αποκαλούμε Βυζάντιο) Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζητάει να του πάρουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων. Αυτή η παράκληση/ευχή είναι, όπως λέει στο επίμετρο ο καθηγητής Γιώργος Κεχαγιόγλου, πανάρχαιο μοτίβο στη λογοτεχνία, συχνά επιβεβαιωμένο και από την πραγματικότητα για νικημένους αυτοκράτορες και ηγέτες. Ο Γ. Κεχαγιόγλου, στο εκτενές αυτό επίμετρο, ανέλαβε να ανθολογήσει και άλλα ομοειδή ποιήματα, κυρίως του 15ου και 16ου αι., μαζί με μερικά σύγχρονα από την πολύ πλούσια παραγωγή με θέμα την Αλωση. Στο πλαίσιο αυτό κάνει και μια περιληπτική περιγραφή των γεγονότων πριν και μετά το 1453, καθώς και παράθεση της σχετικής βιβλιογραφίας και των πηγών, που ξεκινά από τους τέσσερις «ιστορικούς της Αλωσης»: Δούκα, Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, Μιχαήλ Κριτόβουλο τον Ιμβριο και τον αυτόπτη Γεώργιο (Σ)φραντζή. Ετσι ώστε η έκδοση αυτή να είναι απολύτως ενημερωτική ακόμη και για τον αδαή αναγνώστη.

Δύο καράβια συνομιλούν

Το ποίημα ξεκινά με τη μετάδοση της θλιβερής αγγελίας. Αυτό γίνεται όταν δύο πλοία (το ένα είναι γαλέρα) συναντιούνται κοντά στην Τένεδο και το ένα ζητάει από το άλλο πληροφορίες. Από το μέσον του ποιήματος και μετά αρχίζει ο θρήνος για την Πόλη. Ο ποιητής ζητά από τον ήλιο να μην τη φωτίζει πια, μιλάει για τις λεηλασίες, την τύχη που περιμένει τις γυναίκες και πολλά άλλα. Το κείμενο, που παρατίθεται ολόκληρο, συνοδεύεται από χρηστικό γλωσσάρι με αναλυτική εξήγηση των σημασιών.