Σκεφθείτε τον θαυμασμό για όσους άκουσαν ζωντανά τη Μαρία Κάλλας. Κάτι αντίστοιχο θα συμβαίνει κάποτε με τον γερμανό ερμηνευτή, που στα 45 του έχει κατακτήσει τη «βασιλεία» της όπερας – μάρτυρας το Μέγαρο Μουσικής

Είναι όρος του απαράβατος. Μη µάθει κανένας σε ποιο ξενοδοχείο καταλύει. Και στην Αθήνα. Οσο και να επιµένουν οι ανά τον κόσµο θαυµάστριές του –φανατικές ως επί το πλείστον –να το µάθουν. Διότι η µέχρι τώρα πείρα του τού έχει δείξει ότι θα τον πολιορκήσουν.

Κάτι που συνέβαινε από την αρχή. Τότε που ήταν ακόμη ένας άσημος –αν και εξαιρετικά επιβλητικός στη σκηνή και καλλίφωνος –γερμανός τενόρος με το όνομα Ιωνάς. Πόσω μάλλον τώρα που έχει ανακηρυχθεί διεθνώς, από έναν κόσμο που ψάχνει ινδάλματα για να τα μεγεθύνει, σε βασιλιά των τενόρων. Και διάδοχο ενός Λουτσιάνο Παβαρότι ή ενός Πλάθιντο Ντομίνγκο.

Ο Γιόνας Κάουφμαν δεν είναι καθόλου άγνωστος στο ελληνικό κοινό –κι ας ήρθε τώρα εν τη «βασιλεία» του (διεθνώς). Υστερα από εκατοντάδες θριάμβους και αποθεώσεις επί σκηνής. Αυτή η ιδιαίτερη, άμεσα αναγνωρίσιμη (άλλο ένα μεγάλο ατού του στη… θάλασσα των τενορισμών της εποχής), περιζήτητη πλέον φωνή του έχει ανακλαστεί στην ξύλινη επένδυση της αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών άλλες δύο φορές, το 2009 και το 2011, με άριες.

Αυτή τη φορά ο γιος ενός ασφαλιστή και μιας νηπιαγωγού που σε ηλικία μόλις πέντε ετών, ενώ ήδη τραγουδούσε στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, είχε την επιφοίτηση να γίνει λυρικός τραγουδιστής όταν είδε μια παράσταση της όπερας του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι», φέρνει στο ελληνικό κοινό που τον χειροκρότησε –και έβαλε το λιθαράκι του για να ανακηρυχθεί βασιλιάς των τενόρων της εποχής μας –κάτι διαφορετικό. Κάνοντας «το δικό του».

Φέρνει λίντερ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και πιο συγκεκριμένα τα αγαπημένα του «Τραγούδια του οδοιπόρου» του Γκούσταφ Μάλερ, σε στίχους του ίδιου του συνθέτη (1884), σε μεταγραφή για έγχορδα από τον μεγάλο του δωδεκάφθογγου συστήματος Αρνολντ Σένμπεργκ.

Αφησε άλλωστε πίσω του τις δύο προηγούμενες φορές τη γοητεία του, όχι μόνον από σκηνής, αλλά και τη φυσική γοητεία του παρουσιαστικού του –για την οποία τον κυνηγούν αλύπητα και οι ένθερμες θαυμάστριές του. Δικαιούται λοιπόν να μας τραγουδήσει αυτή τη φορά και για έναν άτυχο έρωτα. Σχεδόν σπαρακτικά. Οσο σπαρακτικά έχει ερμηνεύσει και έναν άλλο κύκλο λίντερ πρόσφατα, το εμβληματικό «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Φραντς Σούμπερτ.

Ο ίδιος θεωρεί ότι τα γερμανικά λίντερ, τα λόγια τραγούδια της πατρίδας του (έστω με αυστριακές καταβολές εν προκειμένω), είναι κάτι σαν «βασιλική σχολή» για κάθε λυρικό τραγουδιστή. Ενας βασιλιάς των τενόρων μπορεί να μην ξέρει;

«Τα λίντερ είναι ένα στοίχημα για τη φωνή» λέει. «Απαιτούν πιο λεπτεπίλεπτη δουλειά, περισσότερες αποχρώσεις και μια εσωτερική προσέγγιση στη μουσική και τους στίχους. Είναι ερμηνείες από καρδιάς, μια άσκηση αυτοσυγκέντρωσης και μια μοναδική μορφή τέχνης, που υποστηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις».

Αλήθεια, πιστεύετε ότι η όπερα και το τραγούδι μπορούν να βοηθήσουν ανθρώπους που τα βγάζουν δύσκολα πέρα με την κρίση; Προσφέρει η μουσική –και η τέχνη γενικότερα –λύτρωση;

Ναι, το πιστεύω, ότι η μουσική και το θέατρο έχουν τη δύναμη να κινήσουν και να υποκινήσουν τον άνθρωπο. Ειδικά σε δύσκολες εποχές, ανάγκης, έχουν διαφορετική αξία απ’ ό,τι τις εποχές της ευημερίας. Οχι μόνον επειδή σε κάνουν να ξεχνάς για δυο-τρεις ώρες τα προβλήματα, αλλά διότι έχουν τη δυνατότητα να απελευθερώσουν μέσα μας δυνάμεις που μπορούν να μας αλλάξουν τη ζωή.

Ενα παλιό ρεπερτόριο που κάποτε μιλούσε σε διαφορετικά ακροατήρια από τα σημερινά… Αυτό δεν είναι η όπερα; Ή μήπως είναι κάτι που παίρνει νέα ζωή μέσα από νέους ερμηνευτές και μπορεί να μιλήσει ξανά σε νέα ακροατήρια εθισμένα στη δύναμη της εικόνας;

Οπως λέει και ο Χανς Ζακς (σ.σ.: στους βαγκνερικούς «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης»), «ήταν τόσο παλιό κι ακουγόταν τόσο καινούργιο». Αλήθεια είναι ότι ερμηνεύουμε έργα τα οποία έχουν ακούσει γενιές και γενιές μέχρι σήμερα –και στην ιδεατή τους εκδοχή είναι τόσο συναρπαστικά και «νέα» όπως πριν από 50 ή 100 χρόνια. Διότι η ίδια η επικοινωνία μεταξύ «πομπού και δέκτη» είναι κάθε φορά νέα. Και πάντα υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες που βλέπουν το κάθε κομμάτι από αυτά υπό νέο πρίσμα. Και πάντα υπάρχουν νέοι ακροατές που ακούνε το ίδιο αυτό κομμάτι για πρώτη φορά και τους συνεπαίρνει η μαγεία που η μουσική και το θέατρο εμπεριέχουν. Η ίδια η όπερα, όταν όλα συναρμοστούν καλά, μπορεί να είναι ένα κομψοτέχνημα συναισθημάτων, που δεν βρίσκει κανείς αλλού. Γι’ αυτό και είμαι πεπεισμένος ότι θα έχει πάντοτε κοινό να την ακούει.

Υπάρχει μια στιγμή, εκεί, πάνω στη σκηνή, που γίνεστε ο ήρωας τον οποίο ενσαρκώνετε; Που σας συνεπαίρνει η δύναμη της μουσικής, της πλοκής, του νοήματος και της επικοινωνίας ιδεών και μελωδιών;

Πάντα ψάχνω τον τρόπο να διεισδύσω στους ήρωες που ενσαρκώνω ώστε να γίνω ένα μαζί τους. Ομως τι εννοείτε «ήρωα»; Στο ρεπερτόριό μου δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω έτσι –ούτε καν ο Πάρσιφαλ. Βλέπετε, δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο ευχάριστα. Και οι διάφοροι χαρακτήρες των έργων, με το φως και τη σκιά τους, μου είναι πιο αγαπητοί από τους μονοδιάστατους χαρακτήρες.

Πώς νιώθετε εκεί πάνω; Σαν μέντορας; Σαν κήρυκας;

Νιώθω αυτή τη δύναμη που απορρέει από τη μουσική, το κείμενο, μια καλή σκηνοθεσία, από δυνατούς συμπαίκτες, από την ορχήστρα και τον μαέστρο. Τη νιώθω στο δέρμα μου, στις ρίζες των μαλλιών μου. Και όταν όλα συναρμόζονται αγαστά, η ενέργεια είναι τόσο μεγάλη που νιώθω σαν να ανοίγει εκεί πάνω ένα μπουκέτο αισθημάτων ευτυχίας. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω πόσο ισχυρό είναι όλο αυτό…

Η εκλαΐκευση της όπερας, το κόψιμο των μελωδιών της ώστε να σερβιριστούν ως τραγούδια –με την προσθήκη ηλεκτρικού ήχου και εκκεντρικών ερμηνευτών -, είναι για σας ιεροσυλία ή ένα βήμα προς το μέλλον; Και τι σημαίνει για σας το πείραμα των Τριών Τενόρων που έφεραν στο ευρύ κοινό κομμάτια που παίζονταν σε λυρικά θέατρα ή αίθουσες συναυλιών;

Δεν θα το χαρακτήριζα ιεροσυλία. Αν με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος να αποκτήσει ακροατές, που δεν θα μπορούσε να τους προσεγγίσει αλλιώς, καλώς. Εχω πάντοτε την ελπίδα ότι ακόμη και έτσι θα κολλήσουν το «μικρόβιο» της μουσικής και θα ενδιαφερθούν για το αρχικό. Οπως, δε, μας έδειξε το παράδειγμα των Τριών Τενόρων, η εκλαΐκευση της κλασικής μουσικής μπορεί να λειτουργήσει θαυμαστά όταν ιδωθεί υπό νέο πρίσμα.

Στις ημέρες μας οι λυρικοί τραγουδιστές μοιάζουν όλο και πιο πολύ σε ποπ σταρ. Είναι πρόβλημα αυτό ή μήπως η λύση για ένα ρεπερτόριο που γερνάει μαζί με το κοινό του; Συνεισφέρουν προγράμματα όπως το Μet Live, των απευθείας μεταδόσεων όπερας στην οθόνη, ή μήπως είναι παγίδα; Μήπως είναι το πρώτο βήμα προς το μέλλον;

Σαν κομψοτέχνημα συναισθημάτων η όπερα δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο είδος τέχνης. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προνόμιο λίγων. Γι’ αυτό και είμαι υπέρ της εύρεσης και δοκιμής νέων δρόμων ώστε να κερδηθούν νέοι ακροατές. Ενα βιντεοκλίπ ή μια τηλεοπτική μετάδοση μπορεί για κάποιους να είναι η πρώτη σπίθα. Που με λίγη τύχη θα καίει το καντήλι του πάθους για την υπόλοιπη ζωή τους.

Πόσο σας βοήθησε τελικά η εμφάνισή σας, στην καριέρα σας;

Δεν ήταν σίγουρα μειονέκτημα και στην εποχή του DVD, του YouTube και των απευθείας μεταδόσεων όπερας είναι διόλου ευκαταφρόνητο στοιχείο να είναι ο τραγουδιστής οπτικά και ερμηνευτικά πειστικός. Δεν γίνεται όμως η εξωτερική εμφάνιση να είναι σημαντικότερη από τη μουσικότητα. Η «πραγματικότητα» στην όπερα είναι τελείως διαφορετική απ’ ό,τι στον κινηματογράφο.

Είναι πρόβλημα τελικά να είστε τόσο διάσημος;

Οσο θα μπορώ ακόμη να κάνω μόνος μου τα ψώνια μου, δεν έχω πρόβλημα να με αναγνωρίζουν στον δρόμο.

Info

Γκούσταφ Μάλερ, «Τραγούδια του οδοιπόρου», με τον Γιόνας Κάουφμαν και την Ορχήστρα Δωματίου Wien-Berlin, με μουσικούς από τις Φιλαρμονικές Βιέννης και Βερολίνου, στις 13 Μαΐου, στις 20.30, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας, τηλ. 210-7282.333).