Παρ’ όλο που μας χωρίζουν μόλις δύο εβδομάδες από τον α’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και τρεις εβδομάδες από τον β’ γύρο και τις ευρωεκλογές, θα ήταν απολύτως επισφαλές να διατυπωθούν προβλέψεις για την έκβασή τους και κυρίως για τις πολιτικές προεκτάσεις των αποτελεσμάτων τους. Αν ακόμη και σε περιόδους σταθερότητας οι εκλογές κρύβουν πάντα εκπλήξεις, πόσω μάλλον σε εποχή ρευστότητας και ενός μη σταθεροποιημένου κομματικού συστήματος.

Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η αποκρυστάλλωση της ψήφου σε εκλογές δεύτερης τάξης είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές. Αν, επομένως, στη συγκυρία του Μαΐου 2012 40% των ψηφοφόρων αποφάσισαν οριστικά τι θα ψηφίσουν μόλις τις τελευταίες 15 ημέρες, είναι αναμενόμενο κάτι αντίστοιχο να συμβεί και στις επικείμενες τριπλές εκλογές. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι η ταυτόχρονη διεξαγωγή ευρωεκλογών και αυτοδιοικητικών εκλογών συνιστά μια πρωτόγνωρη εμπειρία που δεν έχει αντιμετωπιστεί ποτέ στο παρελθόν.

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τριάμισι χρόνια, τον Νοέμβριο του 2010 ήταν η τελευταία αναμέτρηση ενός τριακονταετούς πολιτικού κύκλου που άνοιξε το 1981 και χαρακτηριζόταν από εντυπωσιακή σταθερότητα, σχεδόν μοναδική για ευρωπαϊκή χώρα.

Οι κοινωνικές αντιδράσεις που προκάλεσε η ψήφιση του πρώτου Μνημονίου – οι οποίες όμως αμαυρώθηκαν και εν μέρει ανεστάλησαν λόγω των νεκρών της Marfin – δεν μπόρεσαν, στο βραχύ χρονικό διάστημα, να αμφισβητήσουν ένα παγιωμένο κομματικό σύστημα.

Ετσι, με βάση τις επίσημες κομματικές υποψηφιότητες στις περιφερειακές εκλογές του ΠαΣοΚ, παρ’ όλο που μειώθηκε η δύναμή του, διατήρησε την πρώτη θέση με εθνικό ποσοστό περίπου 36%, ενώ η ΝΔ παρέμεινε στάσιμη περί το 33%. Συσχετισμός που αποτυπώθηκε και στους εκλεγμένους περιφερειάρχες: 8 για το ΠαΣοΚ (ο ένας ανεξάρτητος και με υποστήριξη επίσης από τον ΛΑΟΣ) και 5 για τη ΝΔ. Από τα υπόλοιπα κόμματα κυρίως ωφελημένο αναδείχτηκε το ΚΚΕ, που ξεπέρασε ελαφρώς το 10%, ενώ αξιοσημείωτο ποσοστό – περί το 2% – εμφάνισε και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Μέσα στη γενική αυτή εικόνα σταθερότητας του εκλογικού σώματος καταγράφηκαν όμως και ορισμένα πρόδρομα σημάδια των τεκτονικών αλλαγών που θα ακολουθούσαν μετά από ενάμιση χρόνο. Το πρώτο (και ποσοτικά σημαντικότερο) ήταν η επιτυχία του ανεξάρτητου συνδυασμού που παρουσίασε ο Γιάννης Δημαράς στην Αττική, ο οποίος συγκέντρωσε το 16% των ψήφων, δηλαδή σχεδόν το 4% του συνόλου της επικράτειας.

Επιτυχία που τραυμάτισε καίρια τους δύο πυλώνες του τότε δικομματισμού (ΠαΣοΚ και ΝΔ), η αθροιστική δύναμη των οποίων περιορίστηκε στην Αττική στο 44,5%, έναντι 68% τον Οκτώβριο του 2009.

Το δεύτερο πρόδρομο σημάδι ήταν η επιτυχία τριών υποψηφίων δημάρχων (Καμίνης στην Αθήνα, Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη και Δημαράς στην Πάτρα) οι οποίοι κατόρθωσαν να ανατρέψουν παραδοσιακά κομματικά προπύργια (της ΝΔ και του ΠαΣοΚ) που φάνταζαν ακλόνητα. Και το τρίτο πρόδρομο σημάδι ήταν η πρώτη πετυχημένη εμφάνιση της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) που οδήγησε στην εκλογή του Ν. Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας.

Οι ανατροπές που προκάλεσε ο διπλός εκλογικός σεισμός του 2012 έχει σήμερα προκαλέσει έναν σχεδόν πλήρη αποσυντονισμό του χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το υπό διαμόρφωση (και πάντως ακόμη ρευστό) κομματικό σύστημα. Δύο μεγέθη τα οποία κατά την παρελθούσα τριακονταετία της σταθερότητας βρίσκονταν σε απόλυτη αλληλεξάρτηση, παρά τις όποιες τοπικές αποκλίσεις.

Η αίσθηση, επομένως, που επικρατεί ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών του Μαΐου είναι πως ο χάρτης πρόκειται να επαναχαραχτεί, χωρίς όμως να είναι ακόμη σαφής η νέα μορφή του. Οι ενδείξεις που οδηγούν σε αυτή την υπόθεση είναι ήδη πολλές.

Μια πρώτη κρίσιμη παράμετρος αφορά τις αντοχές του αυτοδιοικητικού ΠαΣοΚ, που αποτελούσε στο παρελθόν την ηγεμονική δύναμη σε αυτό το πεδίο. Στις 7 από τις 13 περιφέρειες της χώρας οι παρατάξεις που στήριξε το ΠαΣοΚ το 2010 σήμερα ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Στην Κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο οι τότε επικεφαλής τους βρίσκονται (ή έχουν προσεγγίσει) σήμερα άλλους πολιτικούς χώρους. Στη Στερεά Ελλάδα και τα Ιόνια, όπου το ΠαΣοΚ στηρίζει δικούς του υποψηφίους, οι αλλαγές είναι πολλές, ενώ στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο πρόκειται για σαφώς νέες παρατάξεις, σε συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ, η οποία, τουλάχιστον στην Ηπειρο έχει τον πρώτο λόγο. Η αντοχή του αυτοδιοικητικού ΠαΣοΚ θα κριθεί, επομένως, στις 6 περιφέρειες που είχε κερδίσει το 2010 και των οποίων οι εκλεγμένοι περιφερειάρχες είναι και πάλι υποψήφιοι (Αττική, Κρήτη, Δυτική Ελλάδα, Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Βόρειο και Νότιο Αιγαίο). Είναι όμως αμφίβολο αν και σε ποιο βαθμό οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί θα επιθυμούσαν να ταυτιστούν με το ΠαΣοΚ. Οι επιλογές του Γιάννη Σγουρού όσον αφορά την κατάρτιση του ψηφοδελτίου δείχνουν μάλλον το αντίθετο.

Μια δεύτερη παράμετρος αφορά την οιονεί υποκατάσταση του ΠαΣοΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μπορεί σε επίπεδο εκλογικής βάσης να συντελέστηκε τον Ιούνιο του 2012, όμως δεν φαίνεται να έχει συντελεστεί και σε επίπεδο αυτοδιοικητικού πολιτικού προσωπικού. Αντίθετα, οι υποψηφιότητες που στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στη μεγάλη πλειονότητα των δήμων προέρχονται από τον προ του 2012 ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς μάλιστα να έχει κατορθώσει να αποφύγει πλήρως και την εμφάνιση ανταγωνιστικών υποψηφιοτήτων από τον ίδιο ουσιαστικά χώρο (π.χ. Πάτρα).

Το αν στη σημερινή πολιτική συγκυρία οι υποψήφιοι αυτοί θα μπορέσουν να μεταγράψουν τη διευρυμένη πολιτική του επιρροή σε δημοτική εκπροσώπηση παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα στο οποίο οι απαντήσεις ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τα πρόσωπα και τις τοπικές συνθήκες.

Μια τρίτη παράμετρος αφορά την αυτοδιοικητική εικόνα που εμφανίζει η ΝΔ αφενός με φυγόκεντρες τάσεις που οδηγούν σε ανταγωνιστικές υποψηφιότητες (Αθήνα, Κεντρική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Ιόνια κ.τ.λ.) και αφετέρου με ασθενείς υποψηφιότητες σε κρίσιμες περιπτώσεις όπως η Αττική και ο Δήμος Θεσσαλονίκης.

Μια τέταρτη, τέλος, παράμετρος αφορά τις προσεισμικές δονήσεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε δημοτικά σχήματα, ακόμη και μεγάλων πόλεων, που φάνταζαν μέχρι πριν από λίγο σταθερά έως ακλόνητα. Παρατήρηση που ισχύει τόσο για τον χώρο της Κεντροαριστεράς (π.χ. Γιάννινα, Ιλιον κ.τ.λ.), όσο και, ίσως ακόμη περισσότερο, τον χώρο της Κεντροδεξιάς. Από τα ρήγματα που έχουν έτσι δημιουργηθεί έχουν ήδη προκύψει νέα σχήματα, ορισμένα από τα οποία θα ήταν αδιανόητα πριν από μερικά χρόνια – κορυφαίο παράδειγμα η υποψηφιότητα Μώραλη στον Πειραιά και η στήριξή της από μεγάλο τμήμα της ΝΔ αλλά και το σύνολο σχεδόν του τοπικού αυτοδιοικητικού ΠαΣοΚ.

Η προϊούσα αποδυνάμωση των κομματικών ταυτίσεων, που προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στη συγκυρία της κρίσης έχει αυξήσει κατακόρυφα την εκλογική ρευστότητα και έχει μεταβάλει ριζικά τους όρους του κομματικού ανταγωνισμού. Είναι, επομένως, εξωπραγματικό να περιμένει κανείς ότι ο χώρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα παραμείνει αλώβητος, ως όαση σταθερότητας, σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο. Και η μόνη ευχή που μπορεί να διατυπωθεί είναι να μην ξεπηδήσει από τους αναμενόμενους μετασεισμούς και στον χώρο αυτό το φιλοναζιστικό τέρας που αναδύθηκε σε εθνικό επίπεδο το 2012.