Δοκίμιο, αυτοβιογραφία, αφήγημα, εγκυκλοπαιδικότητα συνδυάζονται όμορφα σε ένα βιβλίο που στο επίκεντρό του βρίσκεται η τέχνη του πλεξίματος

«Εξ όνυχος τον λέοντα» έλεγαν οι αρχαίοι ημών. «Από το φτερό αναγνωρίζεις το πουλί» λένε οι Γερμανοί. Μπορεί κανείς, αν είναι παρατηρητικός και οξύνους, να βγάλει πολλά συμπεράσματα για τον χαρακτήρα ενός πολιτισμού από μια μικρή, καθημερινή λεπτομέρειά του. Εχουν γραφτεί ολόκληρες πραγματείες με αφορμή μάλλον παρά με θέμα πράγματα όπως ο καφές, το κάπνισμα (όχι από υγιεινολογική σκοπιά) ή ακόμη και ο… αυνανισμός. Και δεν μπορούμε, φυσικά, να μη θυμηθούμε εδώ τις γοητευτικά προκλητικές πολιτισμικές περιηγήσεις του Ηλία Πετρόπουλου, με αφετηρίες τόσο διαφορετικές όσο το μουστάκι, οι ψείρες ή το στρινγκ («κουραδοκόφτης»).

Είπαμε, χρειάζεται παρατηρητικότητα και οξύνοια. Οταν μάλιστα αυτές υποστηρίζονται από την καλλιέργεια, την έρευνα και μια ορισμένη αίσθηση για την αποκαλυπτικότητα της λογοτεχνικής γλώσσας, μπορεί να προκύψουν πολυδύναμα δοκίμια, που συνδυάζουν την αφηγηματική υποβολή με την εγκυκλοπαιδικότητα, την αυτοβιογραφία με τον παραγωγικό αναστοχασμό. Ενα τέτοιο ξεχωριστό βιβλίο είναι το «Καλή και ανάποδη» της Κατερίνας Σχινά, που αφορά τον πολιτισμό του πλεκτού.

Το πλέξιμο θεωρείται τυπικά γυναικεία απασχόληση, μολονότι η Σχινά θα μας εκπλήξει, στην πορεία του βιβλίου της, τεκμηριώνοντας ότι ώς τη χαραυγή των νεότερων χρόνων ήταν ανδρική υπόθεση, και θα μας υπενθυμίσει ότι υπάρχουν και σήμερα πολλοί άνδρες (χωρίς ίχνος από τη γνωστή αμφισβήτηση που υπονοείται με τη λέξη σε εισαγωγικά) οι οποίοι πλέκουν με ευχαρίστηση. Εν πάση περιπτώσει, το πρώτο και φουριόζικο κύμα του φεμινισμού δεν έβλεπε καθόλου με καλό μάτι αυτή τη δραστηριότητα, θεωρώντας τη συμβολική έκφραση του περιορισμού της γυναίκας σε οικιακές δουλειές. Η Σχινά, φεμινίστρια η ίδια, αλλά και ενθουσιώδης πλέκτρια, διηγείται, όχι χωρίς χιούμορ, πώς υπέφερε από τις ενοχές γι’ αυτή την αγάπη της, πώς τις ξεπέρασε και πώς αναγνώρισε στο πλέξιμο τη δυνατότητα μιας εξερεύνησης του εαυτού, αλλά και μιας διάνοιξης σε μορφές ατομικής ή συλλογικής έκφρασης που προχωρούν πολύ πιο πέρα από τις πρωταρχικές λειτουργίες του πλεκτού, και προς πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις.

Διαδικασία χειρωνακτική αλλά εντελής, μηχανική αλλά με κινήσεις που δεν διακόπτουν ούτε στιγμή την απτική επαφή με το υπό διαμόρφωση αντικείμενο, το πλέξιμο μπορεί να αποκαταστήσει εκείνη την αίσθηση της άμεσης, υλικής σχέσης του δημιουργού με το δημιούργημά του η οποία χάνεται ολοένα περισσότερο στον σύγχρονο πολιτισμό. Μπορεί επίσης, με τη ρυθμικότητά της, να είναι ένα είδος μετρονόμου για την ψυχή, που και αυτή πάσχει από έλλειψη ρυθμού στον σημερινό κόσμο, όπως πάσχει και από έλλειψη προορισμού. Ακόμη, μπορώ να φανταστώ (αφού ο ίδιος δεν έχω προσωπική εμπειρία) ότι το πλέξιμο, με όλες αυτές τις ιδιότητές του, δημιουργεί έναν χώρο όπου η πλέκτρια ή ο πλέκτης είναι σε θέση να συνομιλήσουν με τον εαυτό τους και να περιπλανηθούν σε εσωτερικούς κόσμους, την ίδια στιγμή που τα χέρια τους, καθώς πηγαινοέρχονται ασταμάτητα με τις βελόνες, τους κρατούν αγκυρωμένους στην οικεία πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο λέει και η Σχινά.

Το πλέξιμο ως έκφραση γυναικείας πραότητας και οικογενειακής φροντίδας; Οποία πλάνη! Αρκεί να θυμηθούμε την τρομερή μαντάμ Ντεφάρζ στο «Ιστορία δύο πόλεων» του Ντίκενς, η οποία σχημάτιζε στο πλεκτό της τα ονόματα όσων προόριζε για την γκιλοτίνα. Και ο ύστερος φεμινισμός βρήκε στο πλέξιμο δυνατότητες για να περάσει μηνύματα περισσότερο φιλειρηνικά, αλλά όχι λιγότερο πολιτικά, για παράδειγμα με πλεκτικές παραστάσεις ή εγκαταστάσεις που εκφράζουν διαμαρτυρία για τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ή για την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας στον Τρίτο Κόσμο από τις μεγάλες εταιρείες. Αλλά και ο οικολογικός ακτιβισμός χρησιμοποίησε το πλέξιμο, όπως π.χ. για τη συλλογική δημιουργία μιας τεράστιας εγκατάστασης που μιμείται τη μορφή και τα χρώματα του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Υφάλου της Αυστραλίας και λειτουργεί, ή τέλος πάντων υποτίθεται ότι λειτουργεί, ως προειδοποίηση για τον κίνδυνο καταστροφής αυτού του μοναδικά ωραίου φυσικού σχηματισμού.

Εξάλλου, σε μια αντιστροφή των στερεότυπων σηματοδοτήσεων, το πλέξιμο μπορεί να γίνει συμβολική έκφραση γυναικείας αυτοσυνείδησης και δύναμης. Οπως στην πραγματικά υποβλητική βιντεοεγκατάσταση της ιρανής σκηνοθέτιδας Σιρίν Νεσάτ, όπου μια μοναχική γυναίκα με λυτά μαλλιά και άσπρη πουκαμίσα πλέκει, περιτριγυρισμένη από κουβάρια κίτρινο μαλλί, μέσα σε ένα δάσος με ψηλά, φαλλικά δέντρα, ενσαρκώνοντας την αρχαία θεά της γονιμότητας και της βλάστησης Ανιχίτα.

Αλλά και η ποίηση μπορεί να εμπνέεται από τη διαδικασία του πλεξίματος και τη δομή του πλεκτού. Οπως και η μουσική. Ενώ το πλεκτικό σχέδιο μπορεί, με τη σειρά του, να είναι εμπνευσμένο ακόμη και από τα μαθηματικά και να αναπαριστάνει π.χ. φρακταλικές δομές ή σχήματα που προκύπτουν από παραβολικές καμπύλες.

Πολλές, λοιπόν, οι δυνατότητες της πλεκτικής τέχνης. Τόσο πολλές και διαφορετικές ώστε μια πλήρης κατάδειξη των εφαρμογών τους, με ρυθμό ξενάγησης σε θεματικό πάρκο ή ανάγνωσης κειμένου 150 σελίδων, μπορεί να φέρει τελικά και κάποια σύγχυση σε έναν ανίδεο περί το θέμα, όπως εγώ. Ετσι κι αλλιώς είναι περιορισμένη η ικανότητα της γλώσσας να περιγράφει με εντυπωτικό τρόπο περίπλοκες εικαστικές παραστάσεις και, πολύ περισσότερο, μουσικές συνθέσεις. Και, για να πω την αλήθεια, τις περισσότερες από τις «πλεκτικής καταγωγής» εμπνεύσεις που παρουσιάζει η Σχινά, είτε πρόκειται για ακτιβιστικές παρεμβάσεις είτε για αμιγώς καλλιτεχνικές δημιουργίες, τις βρίσκω αξιοπερίεργες, ευφάνταστες, αλλά αισθητικά αδιάφορες και, ως προς τον σκοπό τους, ελάχιστα αποτελεσματικές.

Προτιμώ ασυζητητί τα τμήματα εκείνα του βιβλίου όπου η Σχινά, χωρίς να χάνεται σε σχοινοτενείς περιγραφές και (κάτι που γενικά είναι προσφιλής τακτική της) έναν κυκεώνα από τσιτάτα, μιλάει προσωπικά, βιωματικά. Εκεί η ποιότητα και το βάθος της ευαισθησίας της αναδεικνύονται με περισσότερη αυθεντικότητα. Και είναι πολύ όμορφες οι έξι αυτοβιογραφικές ιστορίες που συνοδεύουν ισάριθμα κεφάλαια του βιβλίου της.

Τι να κάνουμε, εγώ έχω κόλλημα με τα λογοτεχνικά πλεκτά!