Η χρήση κρυφής κάμερας, η τηλεφωνική υποκλοπή συνομιλιών και η δημοσιοποίηση σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο του προϊόντος των παράνομων αυτών δραστηριοτήτων επανέρχεται σταθερά στην επικαιρότητα. Εδώ και 25 σχεδόν χρόνια, από την εποχή των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του περιβόητου Θ. Τόμπρα μέχρι την πρόσφατη υπόθεση Μπαλτάκου – Κασιδιάρη, σταθερά η τεχνολογία με την αλματώδη πρόοδό της παρέχει τα μέσα για όλο και περισσότερο εκτεταμένες παρακολουθήσεις του ιδιωτικού βίου δημόσιων και ιδιωτικών προσώπων. Ολες οι νομοθετικές προσπάθειες για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου απέβησαν πρακτικά άκαρπες, καθώς η ποινικοποίηση των τεχνολογικών εκφάνσεων της παραβίασης του ιδιωτικού βίου αδυνατεί –σε εθνικό και διεθνές επίπεδο –να αναχαιτίσει την αδηφάγο διάθεση των ΜΜΕ να φέρουν στη δημοσιότητα γεγονότα τα οποία, ασχέτως σπουδαιότητας, μπορούν να εμφανιστούν ως τηλεοπτικό θέαμα. Από εκεί και πέρα, τον λόγο αναλαμβάνει ο αδήριτος νόμος της τηλεόρασης και του Διαδικτύου. Ο,τι δεν οπτικοποιείται δεν αποτελεί είδηση, με συνέπεια ο εθισμένος σε μεγάλες δόσεις εντυπωσιακού τηλεοπτικού και διαδικτυακού θεάματος πολίτης να αποκτά ενδιαφέρον όταν βλέπει «ζωντανά» τον εξευτελισμό ενός προσώπου και όχι όταν ακούει ή διαβάζει την είδηση του εξευτελισμού. Στη λογική αυτή των Μέσων, μια τάση της σύγχρονης δημοσιογραφίας της εντυπωσιοθηρίας δεν διστάζει, προκειμένου να επιτύχει την αποκλειστική είδηση, να καταρρακώσει οποιαδήποτε έννοια ιδιωτικότητας, προσωπικών δεδομένων και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι πολλά από τα γεγονότα που υποστηρίζονται από τεκμήρια που έχουν αποκτηθεί παράνομα έχουν πράγματι πολιτική βαρύτητα και δικαίως ελκύουν το δημόσιο ενδιαφέρον, ενώ συχνά αναδεικνύουν σκάνδαλα που πρέπει να διερευνηθούν από τη Δικαιοσύνη. Το βασικό επιχείρημα όσων χρησιμοποιούν συστηματικά παρόμοιες τακτικές είναι ότι υπάρχει ένα εύλογο ενδιαφέρον του κοινού για ενημέρωση και ότι κατ’ αποτέλεσμα με τη δημοσιοποίηση του παρανόμως κτηθέντος υλικού υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί πλήρη διαφάνεια και δημοσιότητα στην κρατική δράση.

Εδώ η σημαντική συνεισφορά της ερευνητικής δημοσιογραφίας θα ήταν να αναδείξει το γεγονός και να προσκομίσει ό,τι υλικό (παράνομο ή μη) διαθέτει στη Δικαιοσύνη προκειμένου να αξιολογηθεί και να υπάρξει αποκατάσταση της νομιμότητας. Οποιαδήποτε εκβιαστική χρήση του παράνομου υλικού και «συναλλαγών» με πρόθεση την απόκτηση πολιτικών ή επιχειρηματικών πλεονεκτημάτων είναι παράνομη και καταδικαστέα όταν επιχειρείται από ιδιώτες και δημόσια πρόσωπα (πολιτικούς ή μη) και αντιδεοντολογική όταν επιχειρείται από δημοσιογράφους. Εδώ είναι σκόπιμες ορισμένες διευκρινίσεις: τα κρατικά όργανα, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που προβλέπει ο νόμος, έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τηλέφωνα πολιτών ή να παραβιάζουν το φορολογικό και τραπεζικό απόρρητο.

Αντίθετα, οι ιδιώτες (δημοσιογράφοι ή μη) παρανομούν όταν είτε οι ίδιοι παρακολουθούν είτε βάζουν άλλους να το κάνουν είτε απλώς δημοσιοποιούν προϊόντα υποκλοπής (άρθρο 370Α ΠΚ). Ωστόσο, η νομολογία του ΑΠ έχει δεχθεί ότι η χρήση κρυφής κάμερας και η καταγραφή υλικού από τη δράση προσώπου στο πλαίσιο των υπηρεσιακών του καθηκόντων είναι δημόσια πράξη και συνεπώς η αξιοποίηση από το δικαστήριο –εφόσον διερευνάται ποινικό αδίκημα –των καταγεγραμμένων από την κάμερα είναι επιτρεπτή, διότι το περιεχόμενό τους δεν είναι προϊόν αξιόποινης πράξης. Το ΣτΕ κατ’ εξαίρεση δέχεται ότι η μετάδοση είδησης που βασίζεται αποκλειστικά στην προβολή εικόνας που λήφθηκε με κρυφή κάμερα είναι θεμιτή μόνο εφόσον διαφορετικά η μετάδοσή της θα ήταν αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής. Ανάλογες σταθμίσεις έκανε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Στρασβούργο).

Στην πράξη ο αρχικά άδικος χαρακτήρας μιας πράξης παρακολούθησης με κρυφή κάμερα και η δημοσιοποίησή της θα μπορούσε να αρθεί όταν διακυβεύεται η προστασία ενός, κατά το είδος και τη σπουδαιότητα, δημόσιου συμφέροντος που κρίνεται ως υπέρτερο (π.χ η αθώωση ενός προσώπου ή η αποκάλυψη των βασανιστηρίων στις φυλακές του Γκουαντάναμο) από το ίδιο το απόρρητο της επικοινωνίας.

Η στάθμιση, ωστόσο, των συγκρουόμενων συμφερόντων δεν αναιρεί τη θεσμική υποχρέωση του αρμόδιου υπουργού Ν. Δένδια να παράσχει στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ό,τι στοιχεία έχει για την έκταση και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου. Τέλος, πρέπει να είναι σαφές ότι η ανεξέλεγκτη χρήση παράνομων μέσων παρακολούθησης στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος και της πληροφόρησης μπορεί να οδηγήσει στην καταπάτηση κάθε διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου, ενισχύοντας έτσι ένα πολιτικό κλίμα νοσηρότητας και αναξιοπρέπειας. Οσοι σήμερα αντιμετωπίζουν με ανοχή παρόμοια φαινόμενα για πολιτικούς λόγους ενδεχομένως αύριο να τα υποστούν και τότε θα ζητούν καταφύγιο στην ήδη καταρρακωμένη νομιμότητα.

Ο Π. Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης