Το ερώτημα τον απασχολούσε για χρόνια: «Γιατί τα περισσότερα αποτελέσματα δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή;». Από τα πρώτα του ακαδημαϊκά βήματα στον χώρο της βιοπαθολογίας τη δεκαετία του ’90 ο Γιάννης Ιωαννίδης εντόπιζε σε αρκετές μελέτες περιθώρια για σφάλματα, μεροληψίες και άλλες δομικές αδυναμίες. Το 2005, όταν ήταν ακόμη επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, αποκάλυψε σε εργασία του την υπερβολική έμφαση που δίνεται σε επιστημονικές έρευνες αμφιβόλου αξιοπιστίας. Μέχρι σήμερα αυτή η εργασία είναι από τις πιο διαβασμένες στην ιστορία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Επιστήμης (Public Library of Science) με ένα εκατομμύριο προβολές.
Μέχρι πρότινος επιδημιολόγοι, μαθηματικοί ή καθηγητές Στατιστικής προσπαθούσαν συνήθως μεμονωμένα να εξετάσουν την επάρκεια ερευνών. Απόπειρες που κατά τον δρα Ιωαννίδη ήταν «ασυντόνιστες» και «ευκαιριακές». Πλέον, το νέο εργαστήριο του Στάνφορντ θα λειτουργεί ως πλατφόρμα συνεργασίας όλων αυτών των ειδικών. «Είναι μια προσπάθεια σύνθεσης των εμπειριών που έχουν συσσωρευθεί στην έρευνα πάνω στην έρευνα. Σκοπός μας είναι να δούμε πώς θα βελτιώσουμε την αποδοτικότητα των ερευνητικών σχεδιασμών» λέει ο δρ Ιωαννίδης σε τηλεφωνική μας συνομιλία από τις ΗΠΑ. Στη διεπιστημονική ομάδα του εργαστηρίου θα μετέχουν και νομικοί, κοινωνιολόγοι, αλλά και καθηγητές της Φιλοσοφίας της Επιστήμης. «Πρέπει να είναι προτεραιότητά μας η σωστή επιστήμη. Να παράγονται αποτελέσματα που μπορούν να επικυρωθούν και να βοηθήσουν την ανθρωπότητα» τονίζει ο έλληνας καθηγητής.
Θεωρητικά υπάρχουν διαδικασίες επικύρωσης που ακολουθούν τα επιστημονικά περιοδικά προτού δημοσιεύσουν μια έρευνα. Ωστόσο ο χρόνος των κριτών είναι συχνά περιορισμένος και τις περισσότερες φορές έχουν μπροστά τους μια πεντασέλιδη εργασία και όχι όλα τα επιστημονικά δεδομένα. Κυκλοφορούν βέβαια και επιστημονικά έντυπα που δεν χρησιμοποιούν κανένα φίλτρο στη δημοσίευση. Τα εξέθεσε τον περασμένο Οκτώβριο ο βιολόγος Τζον Μποχάνον σε ρεπορτάζ του στο αμερικανικό περιοδικό «Science». Συνέταξε με ψεύτικο όνομα ως ερευνητής κάποιου ανύπαρκτου ινστιτούτου μια φανταστική έρευνα για μια νέα θαυματουργή, αντικαρκινική ουσία και την έστειλε σε 304 επιστημονικά έντυπα. Κανονικά όλα, αμέσως, θα έπρεπε να την απορρίψουν. «Οποιοσδήποτε κριτής με γνώσεις χημείας λίγο καλύτερες από μαθητή λυκείου θα μπορούσε να εντοπίσει κατευθείαν τα κενά της εργασίας. Τα πειράματά της είχαν τόσα λάθη που τα τελικά αποτελέσματα θα έπρεπε να είναι ασήμαντα» έγραψε στο ρεπορτάζ του ο Μποχάνον. Ομως 157 από τα έντυπα στα οποία απευθύνθηκε δέχτηκαν την εργασία του και μόλις 98 την απέρριψαν.
Σε δύο ηπείρους. Ο δρ Ιωαννίδης θέλει να ανατρέψει αυτήν την πραγματικότητα. Δεν έχει εύκολο έργο αν αναλογιστεί κανείς ότι η κατάρτιση των επιστημόνων σήμερα –σε κάθε τομέα –υπολογίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θα συγκεντρώσουν, όχι πάντα από την ποιότητα και το περιεχόμενο της δουλειάς τους. Πέρα από τις δικές του δημοσιεύσεις, ο δρ Ιωαννίδης έχει διαγράψει μια μεστή πορεία στον ακαδημαϊκό χώρο. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1965, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε το 1984 από το Κολλέγιο Αθηνών και την ίδια χρονιά πρώτευσε στον πανελλήνιο διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και αποφοίτησε πρώτος από το έτος του. Συνέχισε την εκπαίδευσή του στις ΗΠΑ στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Ταφτς και Τζονς Χόπκινς. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1999 και παρέμεινε έως το 2010 στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων.
Στις ΗΠΑ τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Η σύζυγός του Δέσποινα είναι παιδίατρος λοιμωξιολόγος και αναπληρώτρια καθηγήτρια σήμερα στο Στάνφορντ. Η μοναχοκόρη τους Αγγελική είναι δευτεροετής φοιτήτρια Περιβαλλοντικής Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ντέιβις στην Καλιφόρνια.
Ακόμη και αν κυνηγά την κακή επιστήμη, ο δρ Ιωαννίδης δεν ανησυχεί μήπως κάνει λάθη ο ίδιος. Παρατηρεί ότι το ακαδημαϊκό περιβάλλον στο Στάνφορντ είναι ιδανικό γιατί «σου δίνει τη δυνατότητα να προσπαθήσεις κάτι καινούργιο έστω κι αν αποτύχεις» και παραμένει ανήσυχος. Οπως γράφει άλλωστε ο ίδιος στο βιογραφικό του, στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου: «Θεωρεί τον εαυτό του προνομιούχο που εξακολουθεί να διδάσκεται από τους φοιτητές και τους νεαρούς επιστήμονες όλου του κόσμου και να του θυμίζουν διαρκώς ότι ξέρει σχεδόν τίποτα».