Από την επισιτιστική κρίση της Αιθιοπίας βρέθηκε στα κέντρα κράτησης μεταναστών της Ελλάδας και από εκεί στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, όπου φουντώ-νουν οι ασθένειες λόγω της φτώχειας. Πρόσφατα ανέλαβε γενική διευθύντρια του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Η πορεία της, εδώ και μία δεκαετία, καταγράφει τον αθέατο πόνο του άλλου

Τα τελευταία τρία χρόνια έχει επισκεφθεί τα περισσότερα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης μεταναστών στην Ελλάδα. Εκεί συνάντησε και ανθρώπους που δεν θέλουν πια να ζουν. «Αυτό που μας ανησυχεί είναι η συστηματική, γενικευμένη, αδιάκριτη κράτηση μεταναστών, μεταξύ των οποίων είναι και αιτούντες άσυλο, ανήλικοι και άνθρωποι με σοβαρά ιατρικά και ψυχιατρικά προβλήματα», εξηγεί η γενική διευθύντρια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ελλάδα. Η οργάνωση, της οποίας πρόσφατα ανέλαβε επικεφαλής, δημοσιοποίησε πριν από μερικές ημέρες αναφορά με τη δράση της σε κέντρα κράτησης.

ΕΝΑ ΞΥΡΑΦΑΚΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα διαπίστωσαν ακατάλληλες συνθήκες στα περισσότερα μέρη που επισκέφθηκαν. Σε κάποια κέντρα στον Εβρο και στη Ροδόπη οι μετανάστες προαυλίζονται μόνο για δύο ώρες καθημερινά. Σε άλλα διανέμεται ένα ξυραφάκι για χρήση σε περισσότερα άτομα, αυξάνοντας τον κίνδυνο μετάδοσης ιών όπως HIV και ηπατίτιδα Β και C. «Σε κάποιους χώρους παρατηρούνται βελτιώσεις σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε τρία χρόνια πριν, αλλά γενικά οι συνθήκες παραμένουν απαράδεκτες. Δεν παρέχονται σε όλους τους χώρους ιατρική φροντίδα, διερμηνεία, νομική και ψυχολογική υποστήριξη. Ως χώροι κράτησης χρησιμοποιούνται και τα αστυνομικά τμήματα, ενώ δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μακράς παραμονής», λέει η κυρία Προβοπούλου όταν τη συναντάμε στο γραφείο της. Για το ίδιο θέμα δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν»: «Δεν θεωρούσα ότι θα συναντούσαμε συνθήκες σαν και αυτές σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το βασικό παράπονο των μεταναστών είναι ότι δεν τους αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους και ότι ζουν μια κόλαση. Και έχουν δίκιο».
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μπορεί στη συνείδηση των περισσοτέρων να είναι μια μη κυβερνητική οργάνωση που παρεμβαίνει σε μακρινές και αναπτυσσόμενες χώρες. Μια ομάδα εθελοντών που συνδράμει μόνο σε μεγάλες ανθρωπιστικές κρίσεις, πολέμους και φυσικές καταστροφές. Η ατζέντα της οργάνωσης, όμως, και η στόχευσή της στο ελληνικό τμήμα προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες. Η δράση στα κέντρα κράτησης, μια πρόσφατη παρέμβαση πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στο κέντρο της Αθήνας σε ευάλωτες κοινωνικά ομάδες (άστεγους και άπορους) και η παρέμβαση στην Πελοπόννησο το 2012 για την αντιμετώπιση κρουσμάτων ελονοσίας είναι ψηφίδες του εγχώριου έργου της. Αυτή η τελευταία δράση τους πραγματοποιήθηκε στον Δήμο Ευρώτα Λακωνίας και αφορούσε, όπως παρατηρεί η κ. Προβοπούλου, μια ξεχασμένη στη χώρα μας ασθένεια.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ. Στα 23 χρόνια λειτουργίας της στην Ελλάδα η οργάνωση έχει δεχτεί τη βοήθεια 200.000 δωρητών, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα έχουν περιοριστεί σε 30.000 ενεργούς λόγω κρίσης. Βασίζεται σε πόρους ιδιωτών (στην πλειονότητά τους συνταξιούχοι), καθώς δεν λαμβάνει κρατική ή ευρωπαϊκή ενίσχυση –και γι’ αυτό πλήττεται στη δημόσια εικόνα της με τις γενικεύσεις για σπατάλη κρατικών κονδυλίων από ΜΚΟ. «Δεν βλέπουμε την κρίση ευκαιριακά», λέει η κυρία Προβοπούλου. «Προσπαθούμε να βρούμε τα κενά που δεν καλύπτονται από άλλους φορείς και στα οποία εμείς μπορούμε να συνεισφέρουμε κάτι παραπάνω».
Μια άλλη παρανόηση που μπορεί να συνοδεύει την οργάνωση είναι ότι πέρα από το μόνιμο προσωπικό της οι εθελοντές της δεν αμείβονται ή ότι είναι όλοι γιατροί ή νοσηλευτές. Κάθε εθελοντής, όμως, αποζημιώνεται και ασφαλίζεται όταν φεύγει στο εξωτερικό, ενώ η οργάνωση αξιοποιεί μηχανικούς, οικονομολόγους και άλλους ειδικούς. Παρόμοια εντύπωση είχε και η κ. Προβοπούλου προτού ενταχθεί στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Γεννήθηκε στην Αγγλία το 1976 και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Λονδίνο και στο Παρίσι και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα προτού ασχοληθεί με αυτό που αποκαλεί «το όνειρό» της. Οπως εξηγεί, η εμπειρία της εργασίας σε άλλον χώρο προτού περάσει στις ανθρωπιστικές οργανώσεις ήταν καθοριστική επειδή κατάλαβε ότι δεν την εξέφραζε η δουλειά σε εταιρικό περιβάλλον.

Το 2001 συμμετείχε σε ένα σεμινάριο για μη κυβερνητικές οργανώσεις. Εκεί γνώρισε κάποιον εκπρόσωπο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Του είπε με ενθουσιασμό ότι θα ήθελε να συμμετέχει σε αποστολές τους, αλλά δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις. Δεν είχε σπουδάσει ιατρική. Οταν ο εκπρόσωπος της εξήγησε ότι αυτή δεν είναι η μόνη ειδικότητα που χρειάζονται, η κ. Προβοπούλου παραιτήθηκε από τη δουλειά της. Επειτα από δύο εβδομάδες πήγε στην πρώτη της αποστολή στο Μαλάουι. Η οργάνωση είχε παρουσία εκεί από το 1996. Παρείχε φροντίδα υγείας σε ανθρώπους με HIV/AIDS στην περιφέρεια Τιόλο, όπου σύμφωνα με εκτιμήσεις υπήρχαν 50.000 οροθετικοί σε συνολικό πληθυσμό 475.000 ανθρώπων. Οι απεσταλμένοι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα δραστηριοποιήθηκαν εκεί σε δύο νοσοκομεία, δέκα κέντρα υγείας και πολλές κλινικές, αλλά και σε σχολεία και εκκλησίες. Μέχρι τον Μάρτιο του 2004 είχαν εξετάσει πάνω από 8.000 ανθρώπους και είχαν πάνω από 500 ασθενείς που λάμβαναν αντιρετροϊκή θεραπεία.

ΑΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΙΑ. Ακολούθησαν και άλλες αποστολές για την κυρία Προβοπούλου: στην Αιθιοπία, στον Νίγηρα, στο Αφγανιστάν. «Σε κάθε μέρος κάτι μπορεί να σε σημαδέψει. Ειδικά όταν βλέπεις επισιτιστικές κρίσεις κατά τις οποίες τα παιδιά πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο, προτού προλάβεις σε κάποια να βάλεις τον ορό», λέει. Σε αυτές τις αποστολές είχε αναλάβει διάφορα πόστα. Ξεκίνησε κάνοντας τη διαχείριση των οικονομικών και του ανθρώπινου δυναμικού. Προτού περάσει στη θέση της γενικής διευθύντριας ήταν υπεύθυνη των προγραμμάτων του ελληνικού τμήματος. Προηγούμενος γενικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος ήταν ο Ολλανδός Βίλεμ Ντε Γιονγκ, η οικογενειακή ιστορία του οποίου ήταν άρρηκτα δεμένη με την οργάνωση. Σε αυτήν εργάστηκε και η μητέρα του και αργότερα ο πατέρας του, όταν αποσύρθηκε από τη θέση του στον ΟΗΕ.

Η κυρία Προβοπούλου λέει ότι η συμμετοχή της στην οργάνωση –εκτός του ότι είναι η εργασία της –αποτελεί και το πάθος της. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Φαίνεται στην ένταση με την οποία διηγείται τις εικόνες που συνέλεξε από τις αποστολές της. «Εχω μάθει πάρα πολλά από τα ταξίδια. Θα έπρεπε όλοι στον δυτικό, ανεπτυγμένο κόσμο να έχουμε τη δυνατότητα να πάμε σε κάποια άλλη χώρα. Γιατί όταν δεις τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι και την ελπίδα που εξακολουθούν να έχουν, αυτόματα κατηγοριοποιείς και εσύ διαφορετικά τα προβλήματά σου», λέει.