Την άμεση διερεύνηση της καταγγελίας που έκανε από το βήμα της Βουλής ο Ηλίας Κασιδιάρης ότι έχει στην κατοχή του ηχογραφημένο οπτικοακουστικό υλικό στο οποίο καταγράφεται συνομιλία του με τον γενικό γραμματέα της κυβέρνησης, Παναγιώτη Μπαλτάκο ζήτησαν όλα τα κόμματα.

Χωρίς να υιοθετούν τους ισχυρισμούς του κ. Κασιδιάρη, τα κόμματα τόνισαν την ανάγκη να εξεταστεί αν πράγματι είναι γνήσιο το υλικό.

Ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος ζήτησε να διακοπεί η διαδικασία για την άρση ασυλίας των πέντε βουλευτών της Χρυσής Αυγής μέχρι να διευκρινιστεί το ζήτημα.

Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ Σοφία Βούλτεψη έσπευσε να επισημάνει ότι η Βουλή δεν είναι δικαστήριο, απλώς αποφαίνεται αν θα δοθεί η δυνατότητα στη Δικαιοσύνη να ερευνήσει ή όχι τις κατηγορίες περί σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος – ο οποίος ανέφερε ότι «τα βαρύτατα που κατατέθηκαν διαψεύστηκαν ήδη από τον κ. Αθανασίου» – και της ΔΗΜΑΡ Νίκος Τσούκαλης.

Ο δε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης επεσήμανε ότι η Βουλή δεν μπαίνει στην ουσία, αλλά η Δικαιοσύνη είναι αυτή που θα ερευνήσει την υπόθεση, ενώ ως προς τον ισχυρισμό του κ. Κασιδιάρη είπε: «Εύχομαι να μην είναι αληθές, αλλά αν είναι, υπάρχει πολύ σοβαρό θέμα».

Έντονη ήταν η αντίδραση του παρόντος στη συνεδρίαση υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου, ο οποίος διέψευσε οποιαδήποτε ανάμειξή του.

«Εδώ υπάρχει κράτος δικαίου και διάκριση εξουσιών. Η πορεία μου στο χώρο είναι καθαρή. Δεν θα έκανα καμία παρέμβαση ποτέ. Σε καμία περίπτωση δεν έγινε καμία παρέμβαση. Αλλο παρέμβαση, άλλο ενημέρωση. Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και θα μείνει ανεξάρτητη. Οσο είμαι υπουργός θα τη διαφυλάξω αυτή την ανεξαρτησία» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Νωρίτερα, πάντως, ο ανεξάρτητος βουλευτής Βύρων Πολύδωρας είχε κάνει λόγο «για διώξεις που κινούνται πολλαπλώς στα όρια της νομιμότητας και του Συντάγματος» και πρόσθεσε ότι «οι ιδέες δεν διώκονται και η Χρυσή Αυγή έπρεπε να αντιμετωπιστεί πολιτικά».