«Ξέρω πως είναι ανόητο, αλλά πληρώνω όλους τους φόρους μου» δήλωνε το 2005 στην αγαπημένη του εφημερίδα «Μπιλντ» ο τότε μάνατζερ της Μπάγερν Ούλι Χένες. Οπως αποκαλύφθηκε στη δίκη του για φοροδιαφυγή, ήταν η χρονιά που είχε αποκομίσει τα μεγαλύτερα κέρδη τζογάροντας στις ισοτιμίες των νομισμάτων και σε μετοχές, χρησιμοποιώντας τους δύο μυστικούς λογαριασμούς του στην ελβετική τράπεζα Vontobel και αποφεύγοντας να πληρώσει τους αναλογούντες φόρους.

Μέχρι πέρυσι στα μέσα Ιανουαρίου, όταν πληροφορήθηκε πως δημοσιογράφος του περιοδικού «Στερν» βρίσκεται στα ίχνη του μυστικού λογαριασμού του και αναγκάστηκε ουσιαστικά να αυτοκαταγγελθεί, ο 62χρονος Χένες θεωρούνταν ο Γκαστόνε της Γερμανίας.

Στη μικρή καριέρα του ως ποδοσφαιριστής έπεσε πάνω στη χρυσή εποχή της Εθνικής Δυτικής Γερμανίας και της Μπάγερν. Προερχόμενος από την ομώνυμη ομάδα της πόλης του Ουλμ, αγωνίστηκε στους Βαυαρούς την οκταετία 1970-1978 κατακτώντας τα πάντα. Τρία πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Διηπειρωτικό. Στις μόλις 35 διεθνείς συμμετοχές του πρόλαβε να κατακτήσει ένα Euro (1972) και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο (1974)!

Οταν στην καλύτερη ποδοσφαιρική ηλικία, στα 27 του χρόνια, τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τους αγωνιστικούς χώρους, τον περίμενε η θέση του γενικού μάνατζερ της Μπάγερν, την ηγεσία της οποίας είχαν αναλάβει σχεδόν πραξικοπηματικά οι συμπαίκτες του Μάιερ και Μπράιτνερ. Η μοναδική του σχέση με τη διαχείριση επιχειρήσεων ήταν το χασάπικο του πατέρα του. Τσιγκούνης ο γερό-Χένες, απειλούσε την οικογένειά του πως αν δεν πουλούσε τουλάχιστον 20 γαλοπούλες τα Χριστούγεννα δεν θα έμπαινε τσουκάλι στην κατσαρόλα.

Ο Ούλι Χένες κατάφερε να αυξήσει την προσωπική του περιουσία επενδύοντας στην παραγωγή λουκάνινων, να γιγαντώσει την Μπάγερν κλέβοντας ιδέες από το μάρκετινγκ των αμερικανικών επαγγελματικών ομάδων.

Το 2009 αναρριχήθηκε στην κορυφή της πυραμίδας της ιεραρχίας της Μπάγερν ενώ φιλοδοξούσε να κάνει καριέρα πολιτικού. Η κλεψύδρα της τύχης του όμως άδειασε απότομα στις 17 Ιανουαρίου 2013.