Από το καλοκαίρι του 1989 μέχρι την άνοιξη του 1990 το ΠαΣοΚ έχασε στη σειρά τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και η εξουσία περιήλθε οριστικά στον Κ. Μητσοτάκη. Στη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής στην Ανάβυσσο που ακολούθησε και σε αμέτρητες εσωκομματικές συσκέψεις, μεγαλοστελέχη της εποχής αναλύουν τους λόγους της ήττας και στέλνουν στο Καστρί τις φλύαρες εκτιμήσεις τους. Αναφέρουν πολλά, αλλά η εξήγηση που έμεινε στην Ιστορία είναι αυτή που έδωσε, στη διάρκεια ενός γεύματος, στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ η Μελίνα Μερκούρη:

– Ανδρέα, δεν αρέσουμε πλέον!

Δεν ήταν η επιδερμική προσέγγιση μιας ηθοποιού αλλά η διεισδυτική ματιά μιας έμπειρης πολιτικού και «μέτρησε» όσο όλες μαζί οι πολυσέλιδες θεωρίες των κομματικών στελεχών της εποχής.

Η Μελίνα μπήκε στην πολιτική σχετικά αργά και «φτασμένη». Αλλά μπήκε με το ίδιο πάθος που έκανε οτιδήποτε ώς τότε και γι’ αυτό υπήρξε αποτελεσματική. Είναι ουσιαστικά η πρώτη και μόνη υπουργός Πολιτισμού που άφησε χειροπιαστό έργο πίσω της: στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στο βιβλίο, στους αρχαιολογικούς χώρους, στην ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού και τη διεθνή προβολή του. Το κατάφερε απλά γιατί ήταν η Μελίνα και μετέφερε στην πολιτική το «χούι» που είχε ως καλλιτέχνις, να υλοποιούνται οι επιθυμίες της και να πετυχαίνει τους στόχους της. Ο μόνος άνθρωπος που τη νίκησε σε προσωπική πολιτική αναμέτρηση ήταν ο Αντώνης Τρίτσης στις δημοτικές εκλογές του 1990. Στο αρνητικό για το ΠαΣοΚ κλίμα της εποχής επικράτησε ως υποψήφιος της ΝΔ και έγινε δήμαρχος Αθηναίων από τον πρώτο γύρο.

Παρ’ όλα αυτά, η Μελίνα ως πολιτικός είχε μοναδικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και η έφεση του Ανδρέα Παπανδρέου στη διαρκή μετακίνηση των υπουργών του σκόνταφτε μονίμως στο πρόσωπό της. Εχει το ρεκόρ της μακροβιότερης υπουργού Πολιτισμού όλων των εποχών: πήρε το χαρτοφυλάκιο τον Οκτώβριο του 1981 και το άφησε στις 6 Μαρτίου 1994 μαζί με την τελευταία της πνοή –η πρώτη γυναίκα που κηδεύτηκε στην Ελλάδα με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.

Αν και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, πολλοί στο ΠαΣοΚ της εποχής ενοχλούνται από τον αντισυμβατικό τρόπο της και σχεδόν δεν τη θεωρούσαν πολιτικό, αλλά μια σταρ που ασχολείται και με το ΠαΣοΚ. Ωστόσο, έγραψε στην πολιτική μια ιστορία που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε. Οχι μόνο στη μετά το 1981 περίοδο της ευκολίας της εξουσίας, αλλά και στις δύσκολες εποχές της αναγκαστικής υπερορίας και της αντιχουντικής δράσης. Κανένα άλλο πρόσωπο δεν συμβόλισε στην πολιτική ταυτοχρόνως τη μαχητική στάση, την ελληνικότητα και τον πολιτισμό όσο η γυναίκα την οποία ο διεθνής Τύπος της εποχής αποκαλούσε «τελευταία ελληνίδα θεά».

Κόρη του βουλευτή και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη και εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, πήρε το βάπτισμα του πυρός ως πολιτικό πρόσωπο μάλλον αργά και σε μία νύχτα: τον Απρίλιο του 1967 ο Μάνος Χατζιδάκις τής τηλεφώνησε στην Αμερική, όπου θριάμβευε ως ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, για να της αναγγείλει την επιβολή της δικτατορίας. Χωρίς συνεννόηση με κανένα πολιτικό κόμμα –δεν είχε άλλωστε σχέσεις και με κανένα -, κάλεσε τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης και έκανε δηλώσεις κατά της χούντας.

Για τιμωρία οι συνταγματάρχες τής αφαιρούν την ελληνική ιθαγένεια –ή έτσι νομίζουν. «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα –ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας» ήταν η αντίδρασή της.

Ακολούθησε η πυκνή αντιδικτατορική δράση της στο πλαίσιο του ΠΑΚ κυρίως. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μελίνα είναι οι πιο γνωστοί έλληνες αντιστασιακοί στη διεθνή πολιτική σκηνή. Περιοδεύει στην Ευρώπη και την Αμερική, μπαίνει επικεφαλής σε διαδηλώσεις και συμμετέχει σε απεργίες πείνας, οργανώνει συναυλίες, τραγουδάει, εκφωνεί πύρινους λόγους σε εκδηλώσεις και συναντά πολιτικούς ηγέτες μ’ ένα τηλεφώνημα. Η παρουσία της είναι αρκετή για να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης σε κάθε χώρα, αλλά ταυτόχρονα την κάνει και στόχο των οργάνων της χούντας, που επιχείρησαν τουλάχιστον τρεις φορές να τη δολοφονήσουν.

Εκείνα τα χρόνια διαμορφώθηκε η προσωπική σχέση της με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που την καθιστούσε ίσως το μόνο πρόσωπο που δεν είχε δυσκολία να του «βγάλει γλώσσα» για τα πάντα. Για τις αποφάσεις του, τους συνεργάτες και τις γυναίκες του, για το κόμμα και τις επιλογές του –ακόμη και όταν τη διέγραψε για ένα διάστημα στις εκκαθαρίσεις του 1975. Ηταν ώς το τέλος η μόνη που δεν τον εκνεύριζε, έστω και αν τον πίεζε εκεί που πονούσε: στο δικαίωμά του να ορίζει, ως ιδρυτής του κόμματος, τους κανόνες του παιχνιδιού για όλους τους υπολοίπους.

Π.χ. το φθινόπωρο του 1990, ύστερα από μια ακόμη περιπέτεια της υγείας του που τον κράτησε για ένα διάστημα στο νοσοκομείο, στο ΠαΣοΚ αναζητούν το πρόσωπο που θα καταλάβει για πρώτη φορά τη θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής αντί του Ακη Τσοχατζόπουλου που σκοπεύει να προτείνει ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Σύνοδο του Πεντελικού.

Κανένας δεν διανοείται να του πει να μην επιμένει. Με υπόδειξη του Κ. Σημίτη και του Κ. Λαλιώτη, όπως λεγόταν τότε, η Μελίνα τον επισκέφθηκε και του ανακοίνωσε ότι «αν προτείνεις τον Ακη, εμείς θα προτείνουμε τον Παρασκευά Αυγερινό». Της είπε μόνο «και ποιοι είστε εσείς;», αλλά η παρέμβασή της δεν ενεργοποίησε απέναντί της τη γνωστή ανασφάλειά του. Οι συνήθεις αναταράξεις της εξουσίας ποτέ δεν την επηρέαζαν και η σχέση τους παρέμενε ανέπαφη και σταθερή.

Αλλωστε η Μελίνα είχε το ελεύθερο να συζητά μαζί του και για τις οικογενειακές καταστάσεις του. Εναν χρόνο αργότερα και αφού το Ειδικό Δικαστήριο είχε βγάλει αθωωτική απόφαση, η Μελίνα συμβούλεψε τη Δήμητρα Λιανη: «Κοριτσάκι μου, αν τον αγαπάς, πάρ’ τον και φύγετε». Δεν εισακούστηκε, αλλά στη συνέχεια, για χάρη του Ανδρέα, προσπάθησε να δημιουργήσει έναν κοινωνικό κύκλο γύρω από τον ίδιο και τη νέα σύζυγό του, η οποία ωστόσο την εχθρευόταν. Συχνά στην Εκάλη ακουγόταν η «κατηγορία» ότι «αυτός είναι φίλος της Μελίνας», χωρίς ωστόσο να επηρεάζει της σχέσεις της με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που της παραχώρησε ασμένως το υπουργείο Πολιτισμού με την επιστροφή του στην εξουσία το 1993.

Το 1974 η Μελίνα είχε επιστρέψει στην Αθήνα σχεδόν ταυτόχρονα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, εντάχθηκε από την πρώτη στιγμή στο ΠαΣοΚ και ήταν υποψήφια βουλευτής στη Β’ Πειραιά. «Εγώ, μια Αθηναία, στον Πειραιά;» τον ρώτησε. «Τον έκανες γνωστό με τα «Παιδιά του Πειραιά» και θα σε λατρέψουν» της είπε για να την πείσει. Εφερε στα Καμίνια μέχρι και τον Ιβ Σεν Λοράν, αλλά έχασε την έδρα για 30 ψήφους. Το 1997 και το 1981 μπαίνει στη Βουλή θριαμβευτικά με σταυρό και έκτοτε με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.