Πέντε πρώην κρατούμενοι στη φυλακή του Γκουαντάναμο, που κατάγονται από την Τουρκία, το Ουζμπεκιστάν και την Αλγερία, προσέφυγαν σε αμερικανικό δικαστήριο και ζητούν αποζημίωση για την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους κατά τα χρόνια που παρέμειναν φυλακισμένοι χωρίς να τους ασκηθεί ποτέ δίωξη.

Οι πέντε άνδρες, που είχαν κρατηθεί από δύο έως τέσσερα χρόνια, αρχικά στις φυλακές της Κανταχάρ ή του Μπάγκραμ, στο Αφγανιστάν, και κατόπιν μεταφέρθηκαν στο Γκουαντάναμο, δεν χαρακτηρίστηκαν ποτέ «μαχητές του εχθρού».

Αφέθηκαν ελεύθεροι μεταξύ 2003-06 και τους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στην Τουρκία ή την Αλβανία.

«Από την πρώτη επαφή τους με τους αμερικανούς στρατιώτες και ανακριτές, οι Τσελίγκογκους, Σεν, Μερτ, Χάσαμ και Μουχάμαντ υπέστησαν σωματική, ψυχική και θρησκευτική κακοποίηση από τους στρατιωτικούς ή και από πολίτες που ήταν υπό τις διαταγές του υπουργείου Άμυνας», υποστήριξε ο δικηγόρος τους, Ράσελ Κόεν.

Υπέστησαν «κάθε είδους σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, μια απάνθρωπη και υποτιμητική συμπεριφορά κατά την ανάκρισή τους», όπως στέρηση ύπνου, παρατεταμένη απομόνωση ή έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες, εξηγεί στην προσφυγή που κατέθεσε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον.

Μάλιστα τρεις από αυτούς, μολονότι υπήρχε δικαστική απόφαση που έκρινε ότι δεν είναι «μαχητές του εχθρού», έμειναν για άλλα δύο χρόνια στο Γκουαντάναμο όπου, μεταξύ άλλων τους κατάσχεσαν και τα Κοράνια τους.

«Οι ενέργειες αυτές καθοδηγούνταν από προσωπικό μίσος», υποστήριξε ο δικηγόρος που ζητά να αποζημιωθούν οι πελάτες του από την αμερικανική κυβέρνηση και ιδίως από τον πρώην υπουργό Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ.

Βασιζόμενος στο δικαστικό προηγούμενο, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί το αμερικανικό δημόσιο Σίντνεϊ Φόστερ ζήτησε να μπει η υπόθεση στο αρχείο, υποστηρίζοντας ότι στην περίπτωση των πέντε πρώην κρατουμένων δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε το αμερικανικό ούτε το διεθνές δίκαιο.

«Οι ενάγοντες δεν έχουν συνταγματικά δικαιώματα δεδομένου ότι είναι αλλοδαποί που διαμένουν στο εξωτερικό», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «το αίτημά τους δεν μπορεί επίσης να βασιστεί στις Συνθήκες της Γενεύης ή της Βιέννης γιατί οι συμφωνίες αυτές δεν προβλέπουν «την καταβολή αποζημίωσης από ομοσπονδιακούς υπαλλήλους» στην περίπτωση παραβίασής τους.