Ηγραµµατοσειρά καλλιγραφική. Το διάστιχο µεγάλο. Τα τυπογραφικά στοιχεία έντονα µαύρα (bolt είναι ο τεχνικός όρος) και πλαγιαστά, νανουριστά. Διαβάζουµε: «Η Ελένη άνοιξε την πόρτα της σουίτας. Τα χρώµατα πληµµύριζαν το δωµάτιο: το γνώριµό της θαλασσί, το αγαπηµένο της κόκκινο –το κόκκινο που τόσο της τον θύµιζε! –και πάνω απ’ όλα το λευκό στα έπιπλα: ένας τόνος αθωότητας, που νόµιζε πια πως είχε χαθεί για πάντα». Εκείνος τον οποίο θύµιζε στην Ελένη το κόκκινο χρώµα ήταν ο αγαπηµένος της Παύλος, που της τον είχε πάρει, αλίµονο, µια άλλη γυναίκα. Της τον είχε πάρει; Οχι! Γιατί στην επόµενη σελίδα ο Παύλος εµφανίζεται ως εκ θαύµατος στη σουίτα και αποδεικνύεται ότι όλα ήταν µια παρεξήγηση, δεν υπήρχε άλλη γυναίκα στη ζωή του! Ο Παύλος κάνει πρόταση γάµου στην Ελένη κι εκείνη «δεν απάντησε. Τον έπιασε µόνο από το χέρι και τον τράβηξε προς το παράθυρο. Ο βαρύς, µολυβένιος, κατακόκκινος ουρανός είχε αρχίσει να χαρίζει στη θάλασσα λίγο από τον εαυτό του. Είχε αρχίσει να βρέχει. Μια αληθινή ερωτική καταιγίδα…».

Ετσι αρχίζει «Το ακατέργαστόν μου» της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ. Ετσι αρχίζει και τελειώνει το τελευταίο κεφάλαιο της «Ερωτικής καταιγίδας», του πρώτου μυθιστορήματος της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ. Αμέσως μετά το οποίο κάποιος Αλκης ψιθυρίζει: «Τι μαλακίες γράφω, ρε πούστη μου!».

Μπερδευτήκατε, έτσι; Ας τα ξεδιαλύνουμε. Πίσω από το όνομα Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ κρύβονται δύο πρόσωπα: ένα υπαρκτό κι ένα φανταστικό. Το υπαρκτό είναι ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου (υποψιάζομαι ποιος είναι, αυτό όμως δεν έχει σημασία εδώ). Το φανταστικό είναι ο συγγραφέας Αλκης Χατζηκωστής, γνωστός και καταξιωμένος στους λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά θεωρούμενος από το πλατύ κοινό «δύσκολος» ή «βαρύς». Οταν ο εκδότης και φίλος του αρνείται να εκδώσει το opus magnum του, ένα μυθιστόρημα 832 σελίδων, που δεν χωρίζεται σε κεφάλαια ούτε καν σε παραγράφους, ο Αλκης δέχεται μετά από πολλούς ενδοιασμούς την πρότασή του να γράψει με ψευδώνυμο ένα ροζ μυθιστόρημα, με τις εισπράξεις από το οποίο θα χρηματοδοτηθεί η έκδοση του άλλου. Επινοεί, λοιπόν, ως συγγραφική περσόνα του μια Ελληνίδα που ζει στη Νότια Αφρική και είναι παντρεμένη μ’ έναν νοτιοαφρικανό κτηματία, απόγονο του ποιητή Αλεξάντερ Πόουπ, συγγράφει την «Ερωτική καταιγίδα» με το ύφος και την αντίληψη της ζωής που απολαύσαμε πιο πάνω και κάνει αμέσως πάταγο στο αναγνωστικό κοινό, εννοείται το γυναικείο, που ανακαλύπτει την καινούργια λατρευτή του συγγραφέα. Αλλά ο Αλκης γίνεται δέσμιος της επιτυχίας του ως Αλίκη…

Αυτός είναι ο καµβάς ενός ευφυέστατου µυθιστορήµατος, που αρχίζει ως ξεκαρδιστική σάτιρα, συνεχίζεται ως υπαρξιακό δράµα και τελειώνει ως τραγωδία µε ψυχοπαθολογικά γνωρίσµατα. Η σάτιρα, ολοένα πικρότερη όσο ξετυλίγεται η ιστορία, έχει στο στόχαστρό της φυσικά την κυριαρχία της ροζ λογοτεχνίας στην ελληνική αγορά βιβλίου, κατ’ επέκταση τη χαµηλότατη στάθµη της παιδείας, την αισθητική ευτέλεια και τη διανοητική υποπλασία που δίνουν τον τόνο στην πολιτισµική µας ζωή. Αλλά το πραγµατικό δράµα του συγγραφέα Αλκη Χατζηκωστή δροµολογείται τη στιγµή που η πίεση των θαυµαστριών του ως Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ, του εκδότη του και κάποιων δικών του ανοµολόγητων επιθυµιών τον κάνει να γράψει κι ένα δεύτερο ροζ µυθιστόρηµα (ακόµη πιο πετυχηµένο εµπορικά), να δώσει συνεντεύξεις (γραπτές και, υποτίθεται, εξ αποστάσεως) και ν’ ανοίξει µπλογκ για την επικοινωνία µε το αναγνωστικό κοινό «της». Το επόµενο βήµα είναι αναπόφευκτο: καθώς οι αναγνώστριες ζητούν επίµονα να δουν τουλάχιστον µια φωτογραφία του αφανέρωτου ινδάλµατός τους, ο Αλκης αναγκάζεται να µεταµφιεστεί σε γυναίκα για µια φωτογράφιση. Ηδη τραβεστί µεταφορικά, γίνεται τώρα και κυριολεκτικά. Η συνέχεια θα είναι καταστροφική.

Ο Αλκης παθαίνει αληθινό διχασµό προσωπικότητας. Ενα µέρος του εαυτού του αποστρέφεται αυτά που γράφει ως Αλίκη, όπως και «τη» συγγραφέα τους. Ενα άλλο µέρος ηδονίζεται από την επιτυχία «της». Δεν πρόκειται εδώ µόνον, ούτε κυρίως, για το οικονοµικό δέλεαρ, παρότι αυτό προτάσσει ο Αλκης ως δικαιολογία απέναντι στον εαυτό του. Σ’ ένα βαθύτερο στρώµα, ο ελιτιστής διανοούµενος Αλκης ζει, έστω και ως τραβεστί συγγραφέας, την εκπλήρωση του ονείρου (ας µην κρυβόµαστε) κάθε λογοτέχνη: να διαβαστεί από ένα πολύ µεγάλο κοινό. Αλλά ίσως υπάρχει ένα ακόµη βαθύτερο στρώµα στο «ακατέργαστο» της ψυχής του, στο οποίο παραπέµπει ο τίτλος του βιβλίου, παρµένος από µια φράση στους Ψαλµούς του Δαβίδ («το ακατέργαστόν µου είδον οι οφθαλµοί σου»). Η εντυπωσιακή άνεση και πειστικότητα µε τις οποίες ο Αλκης γράφει σαν τις ροζ συγγραφείς που απεχθάνεται («Η Ντουφεξή όµως µιλάει και σ’ εµένα και στη µαµά, γιατί είναι γυναίκα και µας νιώθει» του λέει η κόρη του, ένθερµη αναγνώστρια της Αλίκης και ανύποπτη φυσικά για την αληθινή ταυτότητά της) δεν υπαινίσσεται άραγε κάποιες απωθηµένες παρορµήσεις του; «Είµαι η σκέψη που ντρέπεσαι να κάνεις και η λέξη που δειλιάζεις να γράψεις» του λέει το alter ego του, σ’ έναν ονειρικό, ακριβέστερα εφιαλτικό διάλογό τους.

Γνωρίζω συγγραφείς µας που επιχείρησαν, ως παιχνίδι ή σατιρική άσκηση, να γράψουν µε τον τρόπο των υπαρκτών προτύπων της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ. Πολύ γρήγορα τα παράτησαν. Ο λόγος ήταν, πολύ απλά, ότι αναγούλιαζαν µε αυτά που έγραφαν. Για να διεκπεραιώσει ένας συγγραφέας µε το προφίλ του Αλκη Χατζηκωστή ένα τέτοιο µυθιστόρηµα, για να γράψει µάλιστα και δεύτερο, χρειάζονται περισσότερα πράγµατα από τη µιµητική ικανότητα. Εδώ όµως εντοπίζω ένα ενοχλητικό κενό στο «Ακατέργαστον». Αν ο Αλκης κρύβει έναν καταπιεσµένο «ροζ» εαυτό κάτω από την επιφάνεια του λόγιου συγγραφέα, του τόσο εµµονικά δοσµένου στην τέχνη του ώστε για χάρη της άφησε να ναυαγήσει ο γάµος του, τότε θα περιµέναµε κάποιο σκάψιµο σ’ αυτό το στρώµα της ψυχής του και όχι απλώς µια υπόδειξη ότι είναι πιθανό, παρά τα φαινόµενα, να υπάρχει. Ισως ο δηµιουργός του «Ακατέργαστου» έχασε κάποια στιγµή τη συγκέντρωσή του απέναντι στον διπλό στόχο που φαίνεται πως είχε αρχικά: να σατιρίσει και τα δύο άκρα του λογοτεχνικού φάσµατος, από τη µια τη βιοµηχανία της γλυκερής, ψευδολόγου αισθηµατολογίας, από την άλλη τη διανοουµενίστικη εκζήτηση (ας θυµηθούµε το µυθιστόρηµα των 832 σελίδων σε µία παράγραφο).

Οπωσδήποτε η τραγική έκβαση της ιστορίας φαίνεται βεβιασµένη και παρατραβηγµένη. Μπορούµε ωστόσο να τη δούµε σαν αλληγορική έκφραση της πρόβλεψης ότι, αν τα δύο είδη λογοτεχνίας (ή η λογοτεχνία και η παραλογοτεχνία) δεν µπορούν να συνυπάρξουν µακροπρόθεσµα στις συνθήκες της εποχής µας, το ένα από τα δύο θ’ αφανιστεί. Πολύ φοβάµαι, όµως, ότι δεν θα είναι εκείνο που αποφασίζει να σκοτώσει ο Αλκης.