Είναι το φωτογραφικό γεγονός της χρονιάς – δίχως ίχνος υπερβολής. Ισως γιατί η μεγαλειώδης έκθεση του γάλλου τεχνίτη της εικόνας στο Κέντρο Πομπιντού, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν αναβιώνει μόνο σημαντικές στιγμές της περασμένης εκατονταετίας, αλλά και τον πολύπλευρο χαρακτήρα του έργου του

Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ανθρώπινο µάτι αντίκρισε τέτοιου µεγέθους έκθεσή του. Ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, από το Α ώς το Ω; Και όµως, το Κέντρο Ποµπιντού κατόρθωσε να συναρµολογήσει µια ιλιγγιώδη ρετροσπεκτίβα µε πεντακόσιες φωτογραφίες, σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, ταινίες ή ντοκουµέντα του ανθρώπου που ενσάρκωσε την ουσία της φωτογραφίας του 20ού αιώνα. Που πέθανε το 2004 σε ηλικία 95 χρονών, έχοντας χαρίσει στον κόσµο των κλείστρων και των φιλµ τη λεγόµενη «αποφασιστική στιγµή», την οποία ο ίδιος περιέγραφε σε συνέντευξή του το 1957 ως εξής: «Υπάρχει ένα δηµιουργικό κλάσµα του δευτερολέπτου όταν φωτογραφίζεις. Το µάτι σου πρέπει να δει µια σύνθεση ή µια έκφραση, που η ίδια η ζωή σού προσφέρει, και πρέπει να ξέρεις διαισθητικά πότε να κάνεις το κλικ. Εκείνη τη στιγµή είναι δηµιουργικός ένας φωτογράφος. Η Στιγµή! Απαξ και τη χάσεις, έφυγε για πάντα».

Θα ήταν άδικο ωστόσο να καταγράψει κανείς αυτό το δυσεύρετο μείγμα αυθορμητισμού και στωικότητας σαν τη μοναδική κληρονομιά του. «Δεν υπάρχει μόνο ένας, αλλά πολλοί Καρτιέ-Μπρεσόν» παρατηρούσε πρόσφατα ο Κλεμέν Σερού, επιμελητής της έκθεσης και του τετρακοσίων σελίδων συνοδευτικού καταλόγου, που αυτό ακριβώς επιχειρεί να αποδείξει.

Οχι ότι δεν παρουσιάζεται η αποκρυσταλλωμένη ισορροπία εικόνων, όπως η στέψη του Γεωργίου ΣΤ’, η κηδεία του Γκάντι, το περπάτημα του Αλμπέρτο Τζακομέτι στη βροχή ή τα πόδια της συζύγου του Μαρτίν Φρανκ –όλα απαθανατισμένα από την αγαπημένη του Λάικα και το αγαπημένο του ασπρόμαυρο 36άρι φιλμ. Τούτη η ρετροσπεκτίβα όμως χωρίζεται σε τρία μέρη, τόσο χρονολογικής όσο και θεματικής ταξινόμησης, που καλύπτουν στιγμιότυπα με εύρος λίγο παραπάνω από μισό αιώνα. Δεν γίνεται να μιλούν για ένα πράγμα.

Το πρώτο μέρος, λοιπόν, καλύπτει την περίοδο μεταξύ 1926 και 1935, τότε που σαν οργισμένος νέος ο Μπρεσόν εγκατέλειψε τις οικογενειακές ανέσεις, απέτυχε τρεις φορές στο μπακαλορεά, αγάπησε τους σουρεαλιστές, αγάπησε τη ζωγραφική (χωρίς ανταπόδοση) και ταξίδεψε μανιωδώς, σχεδόν σε κάθε ήπειρο. Το δεύτερο είναι αφιερωμένο μεταξύ άλλων στην πιο παραγνωρισμένη, αν όχι αποκηρυγμένη πλευρά του: την αφοσίωσή του στην Αριστερά (όχι όμως και στο κόμμα της) αφού επέστρεψε στη Γαλλία, την υποστήριξή του στους Δημοκρατικούς του ισπανικού εμφυλίου με ένα ντοκιμαντέρ του, αλλά και την τριετή αιχμαλωσία του σε ναζιστικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, την απόδραση και την αντιστασιακή δράση ή τα κινηματογραφικά του εγχειρήματα στο πλευρό του Ζαν Ρενουάρ. Το τρίτο αρχίζει με την ίδρυση, παρέα με τον Ρόμπερτ Κάπα, του περίφημου πρακτορείου Μάγκνουμ, της πρώτης κολεκτίβας φωτογράφων, που σχεδόν γέννησε το φωτορεπορτάζ και δεν σταματάει προτού κάνει το ίδιο και εκείνος. Κάπως έτσι, η πρώτη έκθεση με έργα του καλλιτέχνη σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον θάνατό του, χρησιμοποιώντας όχι επανεκδόσεις, αλλά εκτυπώσεις φωτογραφιών του από τις δεκαετίες του ’30, του ’50 ή του ’70 για να αναπαραστήσει τη δουλειά του το ’30, το ’50 ή το ’70 αντίστοιχα, παρουσιάζει τον Μπρεσόν με όλη του την τρυφερότητα, το χιούμορ αλλά και τη διεισδυτικότητά του –είτε παρατηρεί γνωστούς του είτε αγνώστους.

Εξερευνά, ας πούμε, ο φωτογράφος την Κολέτ στο Παλέ Ρουαγιάλ, όπως ένας μηχανικός εξερευνά ένα μηχάνημα. Συλλαμβάνει έναν δυσκίνητο μπουρζουά, ενώ εκείνος, μεσούντος του γαλλικού Μάη, κοιτά έναν τοίχο με το σύνθημα «Απολαύστε χωρίς δεσμά». Ο φακός του γοητεύεται από έναν σκανταλιάρη πιτσιρικά στον σταθμό Σεν-Λαζάρ του Παρισιού, αλλά και από το πλήθος που στριμώχνεται έξω από μια τράπεζα στη Σαγκάη για να αγοράσει χρυσό, στις τελευταίες ημέρες της Κουομιντάνγκ. Οχι ότι ένα ζευγαράκι που ξαπλάρει στις όχθες του Σηκουάνα ή ένας ποδηλάτης που ισορροπεί στο δίτροχό του διαβάζοντας εφημερίδα είναι στιγμιότυπα λιγότερο σημαντικά.

Στο κάτω κάτω, ο άνθρωπος που είχε χαρακτηριστεί «το βλέμμα του αιώνα» δεν μπορεί παρά να είχε δει πολλά και με πολλούς τρόπους. Να μια πιθανή απάντηση στο κεντρικό για την έκθεση του Πομπιντού ερώτημα σχετικά με την πολυπρισματικότητα του έργου του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν. Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα και μερικά δικά του σχόλια για την τέχνη που υπηρετούσε, αποδεικνύεται ότι τελικά τα κομμάτια του παζλ της δουλειάς του δεν είχαν αποσυνδεθεί και ποτέ. «Αυτό που έχει σημασία στη φωτογραφία είναι η εκπλήρωσή της και η απλότητα» είχε πει ανακεφαλαιώνοντας, κάπου το 1994. «Το μικρότερο πράγμα μπορεί να είναι ένα μεγάλο θέμα και η πιο ασήμαντη ανθρώπινη λεπτομέρεια να γίνει ένα λαϊτμοτίφ» έγραφε το 1952 στην εμβληματική, καθώς χαρακτηρίζεται, αυτοβιογραφία του με τον αναμενόμενο τίτλο «Η αποφασιστική στιγμή». Ενώ μια άλλη φορά, άγνωστο πότε ακριβώς, σημείωνε απλώς ότι «το να φωτογραφίζεις σημαίνει να ευθυγραμμίζεις το μυαλό, τα μάτια και την καρδιά σου. Είναι ένας τρόπος ζωής».

INFO

Αναδρομική έκθεση του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι, έως τις 9 Ιουνίου. Ιντερνετ: www.centrepompidou.fr