Στην Ελλάδα οι συγγραφείς σχετικά σπάνια πειράζουν τα παλιά τους βιβλία σε νέες εκδόσεις. Συμβαίνει όμως – το κάνει, λ.χ., συχνά ο Βασίλης Βασιλικός – και μπορεί να δει κανείς καμιά φορά μια νέα έκδοση, αν όχι «αναθεωρημένη», ίσως «ξανακοιταγμένη».

Οι περισσότεροι, όπως και πολλοί ξένοι συνάδελφοί τους – όπως, λ.χ., λέει εδώ ο Τζον Μπάνβιλ -, θεωρούν ότι από τη στιγμή που το βιβλίο κυκλοφορεί φεύγει από τα δικά τους χέρια και δεν έχει πια νόημα να το ξαναδούν. Βέβαια εκείνοι που βλέπουν τα έργα τους να μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες καμιά φορά είναι υποχρεωμένοι.

Ο Πέτρος Μάρκαρης, λ.χ., μας λέει ότι κατ’ αρχήν δεν ξανακοιτάζει ποτέ τα παλιά του βιβλία – «τα αφήνω όπως είναι, με τα καλά και τα κακά τους». Και διευκρινίζει: «Το κοιτάζω συνεχώς μέχρι που να βγει το βιβλίο. Μετά τελείωσε. Σημασία έχει πια το επόμενο. Το να ξαναγυρίζεις στα προηγούμενα είναι μαρτύριο, σου προκαλεί δυστυχία». Βέβαια υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις. Στο πρόσφατο βιβλίο του, «Η Αθήνα της μιας διαδρομής», που όμως είχε γραφτεί πρώτα στα γερμανικά, διαπίστωσε ότι στη γερμανική έκδοση είχε παραλείψει το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο αλσάκι της Ερμού. Και το πρόσθεσε στην ελληνική έκδοση. Αντίστοιχα, όταν γίνεται η πρώτη μετάφραση των μυθιστορημάτων, που είναι πάντα στα γερμανικά, γλώσσα την οποία μιλάει πολύ καλά, κάνει κάποιες παρεμβάσεις. «Μπορεί να κόψω κάτι πολύ ελληνικό ή κάτι που δεν γίνεται κατανοητό από έναν ξένο. Βλέπω τη γερμανική μετάφραση γιατί αυτή θα αποτελέσει βάση και για μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες. Αλλά και αυτή, από τη στιγμή που θα βγει το βιβλίο στα γερμανικά, δεν την ξανακοιτάω».

Την ιδέα πάντως της λέσχης PEN τη βρίσκει ιδιοφυή. Αν γινόταν κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα ε, ναι, τότε θα ξανακοίταζε ένα παλιό του βιβλίο!

Αλλη άποψη – αρκετά πιο σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα – έχει ένας συγγραφέας με επίσης σημαντική επιτυχία στο εξωτερικό – στη Γαλλία ιδιαίτερα -, ο Βασίλης Αλεξάκης. «Κάνω πάντα διορθώσεις όταν ένα βιβλίο μου επανεκδίδεται είτε σε βιβλίο τσέπης είτε από άλλον εκδότη. Το θεωρώ ως μια τύχη. Δεν πιστεύω στο αριστούργημα. Ολα τα βιβλία έχουν ανάγκη διορθώσεων, ακόμη και τα κλασικά. Αν κάποιος έκοβε 250 σελίδες από τους «Αθλίους» του Ουγκό, θα του έκανε καλό του βιβλίου. Ο ποιητής Ανρί Μισό διόρθωνε διαρκώς τα λίγα του ποιήματα», λέει.

Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έκανε δραστικές αλλαγές. Μια τέτοια περίπτωση είναι το «Κεφάλι της γάτας», ένα από τα πρώτα του βιβλία. «Είναι ένα αστυνομικό βασισμένο στο ταξικό μίσος», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Χρόνια αργότερα βρήκα ότι είχα χρησιμοποιήσει πολλά κλισέ. Στην προσπάθειά μου, για παράδειγμα, να πείσω ότι κάποιος που κάνει μέτρια ζωή μπορεί να μισήσει έναν πλούσιο, έβαλα τον θύτη να τρομοκρατεί το θύμα συστηματικά και μετά να το καθαρίζει. Αλλά πώς γίνεται κανείς τρομοκράτης; Ανοίχτηκα σε ένα θέμα που δεν το ήξερα καλά. Και ήταν σαν να έβγαζα πολιτικό λόγο, σαν να έγραφα προκήρυξη της 17Ν. Σε νεότερη έκδοση τα αφαίρεσα όλα αυτά». Σε ένα άλλο παλιό βιβλίο του, τον «Ελεγχο ταυτότητας», ο Βασίλης Αλεξάκης έκανε ακόμη πιο δραστική αλλαγή. Αντιμετέθεσε το πρώτο με το δεύτερο κεφάλαιο! «Στο βιβλίο οργανώνεται μια γιορτή, στην οποία έχουν κληθεί διάφοροι. Ενας από τους προσκεκλημένους, ενώ ταξιδεύει προς το Παρίσι για να πάρει μέρος στο γεύμα, παθαίνει αμνησία μέσα στο τρένο. Δεν θυμάται ούτε το πρόσωπό του και επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Το βιβλίο, στην πρώτη του μορφή, ξεκινούσε με την προετοιμασία της γιορτής και έδινε έναν κεφάτο τόνο. Αλλά στο δεύτερο κεφάλαιο ερχόταν η αμνησία. Αλλαξα τα κεφάλαια γιατί έκρινα ότι η αμνησία είναι που πρέπει να δώσει τον τόνο.

Θεωρώ ότι πάντα μπορεί να βελτιωθεί ένα βιβλίο. Στο πιο πρόσφατο, τον «Μικρό Ελληνα», λίγο πριν βγει στην έκδοση τσέπης Φολιό από τον Γκαλιμάρ, έκανα τουλάχιστον εκατό μικροδιορθώσεις…».

Μανώλης Πιμπλής