Καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της Τουρκίας εξέδωσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του Συμβουλίου της Ευρώπης για τρεις υποθέσεις.

Η πρώτη υπόθεση αφορούσε την παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και του δικαιώματος σε μια δίκαιη και σύντομη δίκη.

Η συνδικαλιστική οργάνωση δημοσίων υπαλλήλων των τοπικών αυτοδιοικήσεων Tum Bel – Sen, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, είχε προσφύγει εναντίον της Τουρκίας διότι λόγω αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Τουρκίας στερήθηκε το δικαίωμα της να συνάπτει συλλογικές συμβάσεις για λογαριασμό των μελών της με τις τοπικές αυτοδιοικήσεις.

Στην προσφυγή της στο ΕΔΑΔ η Tum Bel – Sen ανέφερε ότι με τις αποφάσεις που έλαβε το τουρκικό Ελεγκτικό Συνέδριο αποστερήθηκε την δυνατότητα της να διαπραγματεύεται τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί επαρκώς να προασπίσει τα συμφέροντα τους.

Καταδικάζοντας την Τουρκία για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του «συνέρχεσθαι» και «συνεταιρίζεσθαι», το ΕΔΑΔ δικαίωσε την συνδικαλιστική οργάνωση και υποχρέωσε την Τουρκία να καταβάλει αποζημίωση ύψους 15.000 ευρώ, για ηθική και υλική βλάβη.

Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε την περίπτωση της Σελμάν Μπατμάζ, Τουρκάλας υπηκόου που ζει στην Κολονία της Γερμανίας. Η Μπατμάζ είχε συλληφθεί και είχε φυλακισθεί από τον Οκτώβριο του 1992 έως και τον Νοέμβριο του 1997 διότι κατηγορήθηκε για παροχή υποστήριξης αλλά και ότι ήταν μέλος στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), μια οργάνωση που είναι εκτός νόμου και θεωρείται τρομοκρατική στην Τουρκία.

Προσήχθη σε Δικαστήριο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, το οποίο αποφάσισε να διακόψει την προφυλάκισή της με εγγύηση και κατόπιν η Μπατμάζ διέφυγε στην Γερμανία, όπου της χορηγήθηκε καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα.

Εξετάζοντας την προσφυγή της, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι η Τουρκία παραβίασε το δικαίωμα προσφυγής σε μία δίκαιη και σύντομη δίκη και την υποχρέωσε να καταβάλλει στην ενάγουσα 13.000 ευρώ για ηθική και υλική βλάβη.

Η τρίτη υπόθεση αφορούσε την περίπτωση του Μπαϊράμ Γκιτσλί, ο οποίος εκτίει ακόμη ποινή κάθειρξης 36 ετών στις φυλακές της Σαμψούντας για εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών.

Τουρκικά δικαστήρια εξέδωσαν εναντίον του ένταλμα σύλληψης βάσει της υποψίας ότι επιδιδόταν σε διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών. Διώχθηκε ποινικά στην Ολλανδία, όπου ζούσε εκείνη την εποχή, αλλά τα ολλανδικά δικαστήρια τον έκριναν ένοχο.

Τον Ιανουάριο του 2002 οι ολλανδικές αρχές τον απελευθέρωσαν και τον απέλασαν στην Τουρκία, όπου συνελήφθη με την άφιξή του και παρέμεινε προφυλακισμένος ως και τη δίκη του. Στην δίκη, τον Φεβρουάριο του 2003, κρίθηκε ένοχος για διακίνηση κοκαΐνης και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 36 ετών μείον τους 33 μήνες φυλάκιση που εξέτισε στην Ολλανδία. Η απόφαση επικυρώθηκε από ανώτερο δικαστήριο το Νοέμβριο του 2003.

Στο Δικαστήριο προσέφυγε ισχυριζόμενος ότι, στην περίπτωση του είχε παραβιασθεί το δικαίωμα του σε δίκαιη και σύντομη δίκη και ότι είχε αποστερηθεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο.

Το Δικαστήριο τον δικαίωσε, καταδικάζοντας την Τουρκία για παραβίαση του δικαιώματος σε μία δίκαιη και σύντομη δίκη και υποχρεώνοντας την να του καταβάλλει 1300 ευρώ για ηθική βλάβη.