«Η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη είναι ένας θρίαμβος, που όμως είναι σίγουρο πως θα διχάσει όσο λίγες το κοινό του Φεστιβάλ Βερολίνου» γράφει ο Ντάνιελ Γκριν στην έγκυρη ιστοσελίδα CineVue. Και συνεχίζει: «Ο Οικονομίδης, που σχεδόν μόνος, βγάζει το σινεμά της χώρας του από τη σκιά του Γιώργου Λάνθιμου, καταπιάνεται με την οικονομική αλλά και την ηθική παρακμή της Ελλάδας μέσα από ένα σκληρό και κυνικό ύφος, χτίζοντας ένα εφιαλτικό όραμα ενός ευρωπαϊκού έθνους πριν από την οριστική του πτώση». Οχι μόνο έχει αγκαλιάσει την ταινία δηλαδή, αλλά κατανοεί πλήρως τη διχαστική της φύση –και αν δεν το έκανε, θα τον κάλυπταν άλλοι συνάδελφοί του που στάθηκαν αμήχανοι ή και έχθρικοι απέναντι του.

Ο Σκοτ Φούντας του «Variety», για παράδειγμα, έγραψε πως «το ταλέντο των συντελεστών είναι αδιαμφισβήτητο αλλά αυτό δεν εξιλεώνει το φιλμ» παραπονούμενος μεν για τον ρυθμό του, εκθειάζοντας όμως παράλληλα την ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη –ερμηνεία που βρίσκεται στα στόματα όλων όσων είδαν την ταινία, είτε την αγάπησαν είτε τη μίσησαν. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι, όπως ο συντάκτης του «Χόλιγουντ Ριπόρτερ» που κατηγορεί το φιλμ για «αθέλητο χιούμορ» αναφερόμενος ακριβώς στα… ηθελημένα χιουμοριστικά σημεία του.

Αλλά το είχαμε πει και την προηγούμενη μέρα: ένα σινεμά σαν κι αυτό του Οικονομίδη (τον οποίο το Βερολίνο αναγνωρίζει –με την πρόσκλησή του –ως δημιουργό με έργο και συγκεκριμμένο στίγμα) που πατά τόσο πολύ στη γλώσσα, χρειάζεται και μια επιπλέον δουλειά στη μετάφραση για να περάσει σε διεθνές ακροατήριο. Πέραν του φυσικού εμποδίου της γλώσσας όμως, η σπουδαία ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη έχει ξεχωρίσει. Και ήδη πολλοί μιλούν για φαβορί στην εν λόγω κατηγορία. Στο πάρτι που ακολούθησε της πρεμιέρας, πέρασε σχεδόν όλο το δυναμικό του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου –οι τελευταίοι έφυγαν ξημερώματα. Θυμίζουμε πως η έξοδος του φιλμ είναι προγραμματισμένη για τις 27 Μαρτίου.
Στο διαγωνιστικό πρόγραμμα προβλήθηκε το ασυνάρτητο «Aloft», με τους Τζένιφερ Κόνελι και Σίλιαν Μέρφι (οι οποίοι χάρισαν βέβαια τις λαμπερές τους παρουσίες στο κοινό που τους περίμενε στο κόκκινο χαλί). Αγγλόφωνο ντεμπούτο για την περουβιανή Κλάουντια Λιόσα και φιλόδοξο: διαδραμματιζόμενο σε δυο χρονικές περιόδους, ακολουθεί πότε την ιστορία μιας μάνας που προσπαθεί να φροντίσει τα άρρωστα παιδιά της και πότε την ιστορία του ενός εξ αυτών (δεκαετίες αργότερα) που την αναζητά. Εντυπωσιακό αισθητικά, αλλά ξεχειλωμένο και σχεδόν εκβιαστικό: η τελική σκηνή θα έπρεπε να μας εξυψώσει, κι όμως φύγαμε από την αίθουσα μουδιασμένοι. Αν και ανεξάρτητη παραγωγή, το φιλμ αγοράστηκε από τη Sony λόγω της εμπορικής δυναμικής των πρωταγωνιστών του.
Γιατί το τμήμα της αγοράς δουλεύει για τα καλά εδώ στο Βερολίνο. Εφτασε χθες και ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, γνωστός για την «Εκτη αίσθηση» αλλά και για τις μετέπειτα αποτυχίες του, έτοιμος να υπογράψει τα συμβόλαια για τη μεγάλη του επιστροφή: ένα νέο δράμα με πρωταγωνιστή τον… Μπρους Γουίλις. Κάποιοι αγοραστές διαμαρτύρονται για την πτώση των πωλήσεων, κανείς όμως δε σταματά να αναζητά το επόμενο μεγάλο σουξέ όπως, για παράδειγμα, ο δαιμόνιος Χάρβεϊ Γουάινστιν, που έσκασε επτά εκατομμύρια δολάρια για τα δικαιώματα του αγγλικού «The Imitation Game» με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και την Κίρα Νάιτλι.