«Μνημείων άνδρες». Η πολεμική περιπέτεια, είδος που ευδοκίμησε στο αμερικανικό σινεμά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, άφησε πίσω της κάποιες ταινίες που λειτουργούν και ως σημεία αναφοράς. «Η μεγάλη απόδραση» είναι μία εξ αυτών, το ίδιο και τα «Κανόνια του Ναβαρόνε». Και όλες τους, ταινίες με κάποια βασικά χαρακτηριστικά: μεγάλη διάρκεια, διεθνές καστ, «ευρωπαϊκές» τοποθεσίες και, το κυριότερο, πολλοί ήρωες. Γιατί στις ταινίες αυτές συνέβαινε και κάτι αξιοπρόσεκτο: δεν την έβγαζαν όλοι καθαροί έως το τέλος. Σου λέει, πόλεμος γίνεται –και ο πόλεμος απαιτεί θυσίες. Αλλωστε, τα σημάδια που άφησε πίσω του ήταν ακόμη νωπά στις μνήμες των θεατών. Είπαμε, τη δεκαετία του ’60 «έσκισε» το ιδίωμα.

Σήμερα όμως έχουμε 2014. Και ο Τζορτζ Κλούνι επιχειρεί να αναβιώσει αυτό ακριβώς το είδος με το «Μνημείων άνδρες» φροντίζοντας να παραθέσει ένα ένα τα γνωρίσματά του. Στο δυόμισι ωρών φιλμ του παρελαύνουν ηθοποιοί από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού (δίπλα στους Κλούνι, Ντέιμον και Μπλάνσετ στέκονται οι Ζαν Ντιζαρντέν και Χιου Μπόνβιλ) ενώ υπάρχουν και απώλειες. Απουσιάζει όμως η όποια φρεσκάδα –δεν είναι τυχαίο πως, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κόστους 70 εκατομμυρίων δολαρίων φιλμ πασχίζει να ισοφαρίσει στο αμερικανικό box office. Ας το πιάσω όμως από την αρχή: βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το φιλμ αφορά στην προσπάθεια επίλεκτης «διμοιρίας» ανδρών να διασώσουν όλα τα κλεμμένα καλλιτεχνικά αριστουργήματα από τα χέρια των Ναζί (μεγάλο ψώνιο ο Χίτλερ με την τέχνη –αποτυχημένος καλλιτέχνης ο ίδιος).

Το χιουμοριστικό της υπόθεσης έγκειται στο ότι έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με ανθρώπους των… τεχνών και των γραμμάτων που μπορεί να γνωρίζουν τα πάντα για τον Μιχαήλ Αγγελο, ωστόσο δεν ξέρουν να πιάσουν ένα όπλο –και στην κωμωδία το «Μνημείων άνδρες» δεν τα καταφέρνει άσχημα: τα «κακά» γαλλικά του Ματ Ντέιμον και οι «αψιμαχίες» των Μπομπ Μπάλαμπαν και Μπιλ Μάρεϊ έχουν πλάκα. Η δράση όμως μας είναι αδιάφορη. Γιατί πίσω από το δράμα φαίνεται η κατασκευή. Το στήσιμο. Και η πόζα. Ετσι, εξανεμίζεται το σασπένς, και ο χρόνος περνά όλο και πιο αργά. Ε, κρίμα είναι.

Βαθµοί: 4

«Ο εγωιστής γίγαντας». Οταν τους αποβάλλουν από το σχολείο, δύο αγόρια που προέρχονται από φτωχές οικογένειες τάσσονται στις υπηρεσίες ενός ρακοσυλλέκτη της περιοχής, ενίοτε κλέβοντας χαλκό από καλώδια του σιδηροδρόμου –«άθλημα» εξαιρετικά επικίνδυνο. Με ένα ύφος που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές του Κεν Λόουτς και έναν εργατικό ρεαλισμό που μεταμορφώνει κάθε κίνηση και δράση σε βίωμα ισχυρό, η σκηνοθέτιδα Κλίο Μπερνάρντ παραθέτει ένα υπέροχο δράμα, τρυφερό και αιχμηρό συνάμα. Γιατί ενώ διαισθάνεσαι την τραγωδία που πρόκειται να συμβεί, το «χτύπημα» στο φινάλε βρίσκει τον στόχο του. Κι εσύ, παρά την ένταση που αυτό κουβαλά, υποκλίνεσαι στην αισθητική απόλαυση του καθαρού σινεμά.

Βαθμοί: 8

«Dallas buyers club». Αλλη μια αληθινή ιστορία: ο Ρον Γούντρουφ, καουμπόης με τα όλα του, ζει ανέμελα κι ωραία, ώσπου οι γιατροί τού ανακοινώνουν πως πάσχει από τον ιό HIV, δίνοντάς του μόνο 30 ημέρες ζωής. Σε μια εποχή (1985) που το AIDS ήταν ακόμη γνωστό ως «ασθένεια των ομοφυλόφιλων», ο ομοφοβικός Ρον συμμαχεί μ’ έναν επίσης οροθετικό τρανσέξουαλ και μαζί ιδρύουν ένα κλαμπ, όπου οι οροθετικοί έχουν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή. Θεωρώ πως είναι οι σπουδαίες ερμηνείες των Μάθιου Μακ Κόναχι και Τζάρεντ Λίτο (υποψήφιοι και οι δύο –πιθανότατα θα το πάρουν κιόλας) που «φρενάρουν» το φιλμ λίγο πριν από την ηθικολογία και τον διδακτισμό αλλά, όπως και να ‘χει, η ιστορία είναι από μόνη της τόσο δυνατή που κάνει τη δουλειά.

Βαθµοί: 5

Τρεις ταινίες κυκλοφορούν στις αίθουσες, των οποίων οι δημοσιογραφικές προβολές προγραμματίστηκαν ενώ οι περισσότεροι εξ ημών βρισκόμασταν στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρώτο εξ αυτών, το «Vampire Academy», όπου νεαροί βρικόλακες μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους σε μια Ακαδημία Βρικολάκων. Βασισμένο, λέει, σε μια πετυχημένη λογοτεχνική σειρά. Στην Αμερική το «ξέσκισαν». Δεύτερο, το «Μια χειμωνιάτικη ιστορία», σκηνοθετική απόπειρα του σεναριογράφου Ακίβα Γκόλντσμαν, με Κόλιν Φάρελ, Τζένιφερ Κόνελι και Ράσελ Κρόου και ήρωα ένα ορφανό που ταξιδεύει στον χρόνο για να κρατήσει τη μοναδική του αγάπη ζωντανή. Στημένο ειδικά για τον… Αγιο Βαλεντίνο, το φιλμ σκεφτόταν αρχικά να σκηνοθετήσει ο Μάρτιν Σκορσέζε, ώσπου αποφάσισε πως το αυθεντικό υλικό (μια πετυχημένη νουβέλα) δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί κινηματογραφικά. Βγαίνει, επίσης στη «ζούλα», ένα ελληνικό φιλμ ονόματι «Με ή χωρίς γυναίκες» σε σκηνοθεσία τού –συνήθως ικανού –Βαγγέλη Σεϊτανίδη. Με ήρωες δύο σαραντάρηδες που ξεκινούν στη Δυτική Πελοπόννησο προς αναζήτηση παλιάς τους συμμαθήτριας που τώρα βρίσκεται κλεισμένη σε μοναστήρι! Πρωταγωνιστούν οι Θοδωρής Αθερίδης, Δημήτρης Ημελλος και η Σμαράγδα Καρύδη.