Στα 26 δισ. ευρώ ή στο 14% του ΑΕΠ τοποθετεί η Deutsche Bank – υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις – το όφελος του πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που προωθείται και αφορά στην επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων και στη μείωση του επιτοκίου δανεισμού.

Ειδικότερα, όπως εκτιμά σε ειδική μελέτη η Deutsche Bank, η επιμήκυνση των ωριμάνσεων κατά 20 χρόνια (δηλαδή σε βάθος 50ετίας) του ελληνικού χρέους με παράλληλη μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμένο όφελος 26 δισ. ευρώ σε όρους καθαρής παρούσας αξίας ή 14% του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας.

Η παραπάνω εκτίμηση λαμβάνει υπόψη την παραδοχή ότι το ονομαστικό ΑΕΠ στην Ελλάδα θα αναπτύσσεται σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ μέχρι το 2018 και θα συνεχίσει να αυξάνεται στην συνέχεια με ρυθμό 4,75%, ενώ το κόστος αναχρηματοδότησης της χώρας χωρίς τις παρεμβάσεις διαμορφώνεται στο 5%.

Πάντως, η γερμανική τράπεζα θεωρεί ότι τα περιθώρια βελτίωσης των όρων δανεισμού της Ελλάδας είναι περιορισμένα. Οπως σημειώνει, καθώς τα δάνεια του EFSF (ύψους 133,6 δισ. ευρώ) και τα διμερή δάνεια (GLF), (ύψους 52,9 δισ. ευρώ) έχουν ήδη μέση ωρίμανση 30 και 17 έτη αντίστοιχα και τα επιτόκια του EFSF έχουν ήδη μειωθεί, περαιτέρω βελτίωση των όρων δύσκολα θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ έως το 2022, όπως είναι το κριτήριο που έχει θέσει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα.

Μία μείωση επιτοκίων στα διμερή δάνεια κατά 0,5% θα οδηγήσει σε ετήσιο όφελος 264,5 εκατ. ευρώ ετησίως, κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί να περιορίσει σημαντικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.

Το να επικεντρωθεί κανείς στο δείκτη χρέους προς ΑΕΠ έως το 2022 η τράπεζα θεωρεί πως είναι μια στενόμυαλη προσέγγιση της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ καλύτερη μέτρηση του οφέλους αφορά στη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του χρέους, η οποία φθάνει τα 26 δισ. ευρώ ή 14% του ΑΕΠ του 2013, σε περίπτωση επιμήκυνσης των δανείων του EFSF και του GLF κατά 20 χρόνια και μηδενισμού του περιθωρίου που πληρώνεται πλέον του Euribor στα δάνεια του GLF.