Την αποτυχία μιας νέας συμφωνίας της Ελλάδας με τους πιστωτές της για το χρέος, εάν αυτή δεν περιλαμβάνει διαγραφή μέρους του χρέους, προεξοφλούν αναλυτές του Bloomberg.

Επιχειρηματολογώντας υπέρ της άποψης αυτής αναλύουν τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα, πόσο έξω έχουν πέσει οι προβλέψεις της τρόικας και τις τραγικές συνέπειες που είχε η υποβάθμιση των προειδοποιήσεων από το 2010 κιόλας ότι το πρόγραμμα δεν είναι ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά βιώσιμο.

Το χρέος έχει φθάσει στο 180% του ΑΕΠ σημειώνουν και κρίνοντας το νέο σχέδιο που συζητείται για επιμήκυνση δανείων στα 50 χρόνια, μείωση επιτοκίων και νέο δάνειο, εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συνεχίσει να κάνει τον «τροχό να γυρίζει» και να επιτρέψει στην τρόικα να μιλά για επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων, αλλά και πάλι δεν θα δώσει τη λύση. Καλούν δε την ΕΕ να αποδείξει ότι μαθαίνει από τα λάθη της.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει το άρθρο του Bloomberg, η Ελλάδα και οι πιστωτές της παλεύουν για άλλη μια φορά με το χρέος της χώρας. Πιθανότατα δεν θα είναι η τελευταία φορά. Όσο εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο λάθος, η επόμενη συμφωνία δεν θα έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει από τις προηγούμενες.

Πίσω στο 2010, θυμίζει, χορηγήθηκε στην Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα διάσωσης στην ιστορία. Έλαβε δάνεια με αντάλλαγμα τη δημοσιονομική λιτότητα αλλά το χρέος της χώρας δεν μειώθηκε. Οι πιστωτές γλίτωσαν την όποια διαγραφή.

Ειδικοί υποστήριζαν τότε ότι το πρόγραμμα εναπόθεσε πολύ μεγάλο βάρος στους ώμους των Ελλήνων φορολογούμενων, κάτι που δεν ήταν ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά βιώσιμο, και ότι οι πιστωτές θα έπρεπε να αναγκαστούν να δεχθούν απώλειες. Ήταν σωστοί τότε και εξακολουθούν να έχουν δίκιο και τώρα, σημειώνουν οι αναλυτές του Bloomberg.

Έκτοτε έχει υπάρξει περιορισμένη συμμετοχή των πιστωτών, μια επέκταση της ωρίμανσης των δανείων και χαμηλότερα επιτόκια, αλλά το βασικό μοτίβο δεν έχει αλλάξει, επισημαίνουν. Ως αποτέλεσμα, το χρέος της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται, λένε. Στην παρούσα φάση ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο στην ουσία είναι μη βιώσιμο, τονίζει το Bloomberg.

«Η νέα διόρθωση που είναι υπό συζήτηση, θα επιμηκύνει περαιτέρω τα δάνεια της Ελλάδας στα 50 χρόνια από τα 30 έτη και θα μειώσει τα επιτόκια κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Πιθανή είναι επίσης η χορήγηση ενός ακόμη δανείου ύψους 15 δισ. ευρώ».

Όλα αυτά μπορεί να συνεχίσουν να κάνουν τον «τροχό να γυρίζει» και να επιτρέψουν στην τρόικα να υποστηρίζει ότι η χώρα θα πετύχει το στόχο για χρέος στο 124% του ΑΕΠ έως το 2020, σχολιάζει το Bloomberg και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Εξάλλου, μετά από κάθε διαπραγμάτευση οι εκπρόσωποι των δανειστών ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο».

Ωστόσο, όπως τονίζουν οι συντάκτες του Bloomberg, η αριθμητική συνεχίζει να αποτυγχάνει, γιατί η πολιτική και η οικονομία αρνούνται να συμβαδίσουν.

«Οι Έλληνες έχουν φτάσει σε σημείο να μισούν την τρόικα (και ειδικά τη Γερμανία της οποίας οι απόψεις έχουν μεγάλη βαρύτητα), κατηγορούν τα μέλη της όσο και τους Έλληνες πολιτικούς αρχηγούς για την παρατεταμένη ύφεση η οποία έχει αφήσει χωρίς δουλειά το 60% των νέων» σημειώνεται.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις η ανάπτυξη θα επιστρέψει φέτος στη χώρα, για πρώτη φορά μετά το 2007, αλλά η τρέχουσα προσέγγιση της λιτότητας και τα δεινά που αυτή συνεπάγεται θα συνεχιστούν για χρόνια, προστίθεται. Η συγκυβέρνηση είναι εύθραυστη, εκτιμούν οι συντάκτες του δημοσιεύματος κατι τονίζουν ότι χωρίς ελάφρυνση του χρέους, το νέο πρόγραμμα δεν έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτύχει από τους προκατόχους του.

«Η τρόικα έχει λόγους να αμφισβητεί τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις. Πολλές από τις αλλαγές που απαιτεί η τρόικα […] θα είναι καλές για τη χώρα. Ωστόσο η απαιτούμενη κοινωνικη στήριξη για τέτοιες μεταρρυθμίσεις έχει εξαντληθεί εδώ και καιρό. Ένα μέτρο ρητής άφεσης χρέους, ακόμη και τώρα, μπορεί να βοηθήσει να αλλάξει το κλίμα» επισημαίνει το δημοσίευμα.

«Οι επενδυτές στην παρούσα φάση, δεν ανησυχούν ότι η Ελλάδα μπορεί να εξέλθει του ευρώ, επομένως η πίεση για μια νέα προσέγγιση δεν είναι έντονη. Κατά μία έννοια αυτό είναι ατυχές. Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται άφεση χρέους και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να δείξει ότι είναι ικανή να μαθαίνει από τα λάθη της» καταλήγει το άρθρο.