Ο γραμματέας του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) Ματέο Ρέντσι κλιμάκωσε την Κυριακή την πίεση στον πρωθυπουργό της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα καλώντας τον να αποσαφηνίσει για πόσο η κυβέρνησή του θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της, ενόψει μιας ιδιαίτερα κρίσιμης εβδομάδας.

Ο ανάδειξη του 39χρονου δημάρχου της Φλωρεντίας στην ηγεσία του PD, στο οποίο ανήκει και ο Λέτα, περιέπλεξε τη θέση του πρωθυπουργού της τρίτης οικονομίας της Ευρώπης.

Ο Ρέντσι ασκεί όλο και μεγαλύτερη επιρροή στην κυβέρνηση, παρότι δεν είναι καν εκλεγμένος στη Βουλή, επικρίνοντας συχνά τον Λέτα και απαιτώντας την μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου.

Θα είναι ο υποψήφιος πρωθυπουργός του PD στις επόμενες εκλογές, αλλά αρνείται ότι υπονομεύει εκ προθέσεως την κυβέρνηση.

Ο Ρέντσι κάλεσε τον Λέτα είτε να δηλώσει ότι η κυβέρνησή του θα παραμείνει στην εξουσία ως τον Οκτώβριο, είτε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, ή να σχηματίσει νέα κυβέρνηση χωρίς καταφυγή στις κάλπες, που θα παραμείνει στην εξουσία ως το 2018.

Όταν αναλάμβανε να ηγηθεί μιας άβολης κυβέρνησης συνασπισμού κεντροαριστεράς-κεντροδεξιάς τον Απρίλιο του 2013, ο Λέτα μιλούσε περί ενός χρονοδιαγράμματος 18 μηνών για την προώθηση μεταρρυθμίσεων ώστε να αναζωογονηθεί η οικονομίας και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.

Η περίοδος αυτή ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο, αν και δυνητικά η πενταετής θητεία του Λέτα δεν ολοκληρώνεται παρά το 2018.

«Είναι πολύ απλό. Εάν η κυβέρνηση τιμήσει τις δεσμεύσεις της, έχει οκτώ μήνες μπροστά της και θα συνεργαστούμε, όπως είναι το σωστό», είπε ο Ρέντσι στην εφημερίδα La Stampa.

«Εάν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, ή εάν θέλουν να πάμε σε εκλογές αμέσως, ή μόλις έχουμε ένα νέο εκλογικό νόμο, πρέπει να το πουν», συνέχισε ο Ρέντσι, αναφερόμενος στα μέλη της κυβέρνησης, τα μισά μέλη της οποίας προέρχονται από το κόμμα στο οποίο πλέον ηγείται.

Ο γραμματέας του PD δεν διευκρίνισε εάν αναμένει ή όχι να συμπεριληφθεί στα μέλη της κυβέρνησης σε περίπτωση που συμφωνηθεί να γίνει ανασχηματισμός. Ορισμένοι υποδεικνύουν πως αυτό θα συνέβαλε να αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα, αφού ο Ρέντσι θα έχει συμφέρον αυτή να παραμείνει στην εξουσία.

Οπως γράφει ο ιταλικός Τύπος, «τις προσπάθειες να τονωθεί η λιμνάζουσα οικονομία της Ιταλίας προσκόπτει η αδιάκοπη πολιτική σύγκρουση» που συνεχίζεται χωρίς διακοπή αφότου ο Λέτα ανέλαβε πρωθυπουργός, επικεφαλής ενός συνασπισμού που συμβιβάζεται απρόθυμα αφού σχηματίστηκε με πρωτοβουλία του προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο για να αρθεί το πολύμηνο πολιτικό αδιέξοδο μετά τις εκλογές του 2013.

Οι δηλώσεις Ρέντσι ήρθαν στην δημοσιότητα αφού ο Λέτα ανακοίνωσε ότι θα συναντηθεί με τον Ναπολιτάνο στις αρχές αυτής της εβδομάδας, για να συμφωνηθεί το πώς θα «ξεμπλοκάρει την κατάσταση».

Το κοινοβούλιο πρόκειται να αρχίσει την Τρίτη να συζητά το νέο εκλογικό νόμο, ένα θέμα που ο Ρέντσι κατέστησε πρωταρχική προτεραιότητα, στο πλαίσιο της προσπάθειας να αποφευχθεί στο μέλλον ένα νέο μετεκλογικό αδιέξοδο. Στο θέμα μάλιστα αυτό, βρήκε ανέλπιστο σύμμαχο τον (αδιαφιλονίκητο) ηγέτη της Κεντροδεξιάς Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Ο νόμος αυτός είναι σχεδιασμένος ώστε να προκύπτουν ισχυρές κυβερνήσεις, ικανές να προωθούν μεταρρυθμίσεις ώστε να τονωθεί η οικονομία, που ελάχιστα αναπτύχθηκε μέσα στην τελευταία δεκαετία, και να μειωθεί η ανεργία, τα επίπεδα της οποίας είχαν να φθάσουν τόσο ψηλά από την δεκαετία του 1970.

Σε μια ανεπίσημη δημοσκόπηση του τηλεοπτικού σταθμού Sky TV24 το 63% τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών, το 19% υπέρ του σχηματισμού νέας κυβέρνησης και μόλις το 18% υπέρ της συνέχισης της διακυβέρνησης από τον Λέτα χωρίς καμιά αλλαγή.

Εάν προκηρυχθούν νέες εκλογές χωρίς να έχει εγκριθεί νέος εκλογικός νόμος, αυτές θα γίνουν με το αναλογικό σύστημα που ισχύει τώρα, αφού το ανώτατο δικαστήριο είχε ακυρώσει διατάξεις του τρέχοντος εκλογικού νόμου, τον Δεκέμβριο, κρίνοντάς τις αντισυνταγματικές.

Σε μια τέτοια περίπτωση θεωρείται βέβαιο -όπως δείχνουν όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις- ότι θα προέκυπτε νέο αδιέξοδο, αφού το εκλογικό σώμα μοιράζεται σχεδόν εξίσου ανάμεσα στην Κεντροαριστερά, την Κεντροδεξιά και το Κίνημα 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, το οποίο κεφαλαιοποιεί πολιτικά την απογοήτευση των πολιτών έναντι του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.