Για «εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση με την οποία ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας αντιμετωπίζει τους επικριτές του» και «πάθος με το οποίο συζητά για τα μέτρα λιτότητας που πρέπει να ληφθούν» κάνει λόγο ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Bild Κάι Ντίκμαν, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες πήρε συνέντευξη από τον Αντώνη Σαμαρά στην Αθήνα.

Επίσης, τον περιγράφει ως αγωνιστή που προσπαθεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας του.

Σε βίντεο που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας, με τίτλο «Ετσι ήταν η συζήτηση με τον Πρωθυπουργό κ. Σαμαρά», γίνεται αναφορά στη συνάντηση που είχαν ο κ. Ντίκμαν και ο δημοσιογράφος Πάουλ Ροντσχάιμερ με τον έλληνα Πρωθυπουργό, με τους δύο συντάκτες να μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους.

Ο κ. Ντίκμαν σημειώνει ότι ήταν η δεύτερη συνάντησή του με τον κ. Σαμαρά, ο οποίος γνωρίζει ότι η εφημερίδα Bild είναι ένας από τους πιο δριμείς επικριτές του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, καθώς εξακολουθεί να πιστεύει ότι η χώρα είναι ένα βαρέλι δίχως πάτο.

Επισημαίνει ότι είναι εντυπωσιακή η αυτοπεποίθηση με την οποία ο Έλληνας πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τους επικριτές του και το πάθος με το οποίο συζητά για τα μέτρα λιτότητας που πρέπει να ληφθούν, ενώ ο κ. Ροντσχάιμερ τονίζει ότι ο κ. Σαμαράς διέθεσε αρκετό χρόνο στη συζήτηση και εξέθεσε τις απόψεις και τους στόχους του για τα επόμενα χρόνια.

Ακόμη, επισημαίνεται ότι ο κ. Σαμαράς είναι καλά ενημερωμένος και γνώριζε τα πρωτοσέλιδα της ημέρας (ενν. το πρωτοσέλιδο της Bild που υποστήριζε ότι οι Έλληνες είναι πιο πλούσιοι από τους Γερμανούς) για τα οποία συζήτησαν, καθώς και για την πρόταση περί επιβολής φόρου επί των περιουσιακών στοιχείων. Ο κ. Σαμαράς αμφισβήτησε τα στοιχεία που ανέφερε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους των περιουσιακών στοιχείων και εμφανίστηκε αισιόδοξος, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο και δεν επιθυμεί νέο πακέτο βοήθειας.

Ο κ. Ντίκμαν σημειώνει ότι ο κ. Σαμαράς αγωνίζεται για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της Ελλάδας και αναφέρει ότι τα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας είναι σήμερα καλύτερα σε σχέση με πριν από δύο χρόνια, καθώς και ότι κανένας, πλέον, δεν μιλά για διάλυση της ευρωζώνης.