Οι ιστορίες για τα προβλήματα του ηθοποιού Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν με τις ναρκωτικές ουσίες, συχνές και πολυακουσμένες – ο ίδιος άλλωστε δεν τις έκρυψε ποτέ.

Μόλις πέρυσι μάλιστα είχε εισαχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης από την ηρωίνη με δική του πρωτοβουλία. Λίγο-πολύ σαν τον χαρακτήρα που ενσάρκωσε στο αριστουργηματικό κύκνειο άσμα του Σίντνεϊ Λιούμετ «Πριν ο Διάβολος μάθει πως πέθανες».

Ηταν η εφημερίδα «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» αυτή που έβγαλε πρώτη την είδηση, βασισμένη σε πηγές αστυνομικές – ακολούθησαν (και επιβεβαίωσαν) όλοι οι άλλοι. Ο ηθοποιός βρέθηκε με τη σύριγγα στο χέρι, νεκρός από υπερβολική δόση, στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη.

Ο σπουδαίος ηθοποιός έκανε τις πρώτες του σημαντικές εμφανίσεις σε ταινίες όπως το «Αρωμα γυναίκας» και ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι», ενώ βασικό ρόλο είχε και στο ανεξάρτητο αριστούργημα «Ευτυχία» του Τοντ Σόλονζ το 1998. Από την αρχή έδειξε την τόλμη του, επιλέγοντας ρόλους δύσκολους και οριακούς. Στη δε φιλμογραφία του συναντάς σχεδόν αποκλειστικά σπουδαίες ταινίες όπως αυτές που ήδη αναφέραμε, αλλά και οι «Μανόλια», «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», «25η ώρα», «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», «Αι ειδοί του Μαρτίου» σε σκηνοθεσία Τζορτζ Κλούνι και φυσικά το τιτάνιο «The Master» του Πολ Τόμας Αντερσον.

Μαζί με τον, επίσης χαμένο νωρίς, Χιθ Λέτζερ αποτελούσαν θέλγητρο ισχυρό για τους σινεφίλ της γενιάς τους: ήξερες πως άξιζε να παρακολουθήσεις ένα νέο φιλμ μόνο και μόνο επειδή εμφανιζόταν αυτός (σκεφτείτε πως ακόμη και στο τρέιλερ της ταινίας «Επικίνδυνες αποστολές 3» εμφανιζόταν κυρίως αυτός, και όχι ο Τομ Κρουζ!).

Γεματούλης, με ομιλία ελαφρώς θολή και αχτένιστα ξανθά μαλλιά (μια ολοκληρωτικά αντιστάρ παρουσία δηλαδή), ο Χόφμαν γεννήθηκε στο Φέρπορτ της Νέας Υόρκης τον Ιούλιο του 1967 και έδειξε από νωρίς την αγάπη του για την υποκριτική: άρχισε θεατρικές σπουδές σε ηλικία 17 ετών ενώ το 1989 τελείωσε με επιτυχία το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Tisch, ξανά στη Νέα Υόρκη. Με την αποφοίτησή του, όμως, βρέθηκε κατευθείαν σε κέντρο αποτοξίνωσης: ο εθισμός του στην ηρωίνη ήταν ήδη πρόβλημα.

Βρέθηκε στον κινηματογράφο έπειτα από σύντομες αλλά αξιοπρόσεκτες εμφανίσεις στην αμερικανική τηλεόραση, σε σειρές όπως το «Law & Order», εργαζόμενος παράλληλα σε σουπερμάρκετ, μέχρι την εμφάνισή του στο «Αρωμα γυναίκας» το 1992 που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμά του στις σόουμπιζνες.

Το εύρος αλλά και το θάρρος με το οποίο «βυθιζόταν» στους ιδιαίτερους χαρακτήρες που ο ίδιος επέλεγε, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό σε σκηνοθέτες σαν τον Σπάικ Λι, τους αδελφούς Κόεν, τον Ντέιβιντ Μάμετ αλλά και τον Αντερσον – με τον τελευταίο είχαν μια μακρά συνεργασία που κάλυψε πέντε ταινίες. Ανάλογες ήταν και οι διακρίσεις του: οι υποψηφιότητές του για σημαντικά βραβεία είναι, στην κυριολεξία, εκατοντάδες. Επαιξε «στα ίσα» πλάι στον Ρόμπερτ ντε Νίρο στο «Κανείς δεν είναι… τέλεια» το 1999, ενώ στάθηκε ξανά στο ύψος του δίπλα στη Μέριλ Στριπ στην «Αμφιβολία» το 2008, κερδίζοντας ενδιαμέσως το Οσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου ενσαρκώνοντας εκθαμβωτικά τον Τρούμαν Καπότε στο «Καπότε» του 2005.

«Η συνεισφορά του στην τέχνη μας ήταν ανυπολόγιστη, είναι μια καταστροφική απώλεια» δήλωσε ο βρετανός ηθοποιός Τζον Χαρτ, ενώ η Τζένιφερ Λόρενς, πρωταγωνίστρια στις ταινίες της σειράς «Ηunger Games» (η τελευταία όπου είδαμε τον Χόφμαν ήταν στο σίκουελ «The Hunger Games: Φωτιά»), έγραψε για τη «θλίψη που προκαλεί η απώλειά του. Ηταν ένας μοναδικός «Πλούταρχος» και ένας απίστευτος ηθοποιός».

Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είχε ήδη ολοκληρώσει δύο ταινίες, τις «A most wanted man» του Αντον Κόρμπιν και «God’s pocket» του Τζον Σλάτερι.

Με τη σύντροφό του, την ενδυματολόγο Μίμι Ο’Ντόνελ, γνωρίστηκαν στην παραγωγή ενός θεατρικού έργου που ο Χόφμαν σκηνοθέτησε το 1999. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, έναν γιο το 2003 και δύο κόρες το 2006 και το 2008.