Ο «πάτερ φαμίλιας» πέθανε. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του υπογράφηκε την Τρίτη στη Γαλλία με την ψήφιση από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση του νέου «νόμου για την πραγματική ισότητα ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες». Η έκφραση «ως καλός πάτερ φαμίλιας», που κατάγεται από το ρωμαϊκό δίκαιο και χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει την υποχρέωση συνετής διαχείρισης ενός παραχωρηθέντος αγαθού, απαλείφθηκε από τον γαλλικό Aστικό Kώδικα ως απολειφάδι μιας πατριαρχικής παράδοσης που δεν έχει καμία θέση στη Γαλλία του 2014.

Συνολικά 15 φορές είχαν αναπαραγάγει οι Γάλλοι στον Aστικό τους Kώδικα εκείνο το λατινικό bonus pater familias. Ο Aγροτικός Kώδικας, για παράδειγμα, έγραφε πως ο μισθωτής είναι «υποχρεωμένος να διαχειριστεί το μισθωμένο αγαθό ως καλός πάτερ φαμίλιας». Και ο Eκπαιδευτικός Kώδικας, πως μια κατοικία παραχωρημένη σε δημόσιο λειτουργό μπορεί να του αφαιρεθεί αν δεν τη «διαχειρίζεται ως καλός πάτερ φαμίλιας». Την εισήγηση για την αντικατάσταση της απαρχαιωμένης αυτής έκφρασης με το απλούστερο «συνετά» την έκαναν οι Οικολόγοι, που συμμετέχουν στην κυβέρνηση Ολάντ. «Στη ζωή μου έχω υπογράψει πολλά συμβόλαια όπου δεσμευόμουν να διαχειριστώ το αγαθό ως «καλός πάτερ φαμίλιας»» δήλωσε χαρακτηριστικά η βουλευτής Μπριζίτ Αλέν. «Πάντα με ενοχλούσε: πρέπει λοιπόν να έχεις φαλλό για να διαχειριστείς συνετά κάτι;».

Σύσσωμη η γαλλική Αριστερά συμφώνησε μαζί της. Η γαλλική Δεξιά πάλι είδε σε αυτή την προσπάθεια «έναν γλωσσολογικό απολυταρχισμό» και «μια νέα επίθεση κατά της οικογένειας». Περιέργως πώς, και οι δύο διατάξεις του νέου «νόμου για την πραγματική ισότητα» που ερέθισαν περισσότερο τη Δεξιά έχουν κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Η μία ήταν ο «καλός πάτερ φαμίλιας». Και η άλλη, η αντικατάσταση της φράσης «μια έγκυος γυναίκα σε κατάσταση απόγνωσης μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί σε άμβλωση» με τη φράση «μια έγκυος που επιθυμεί να διακόψει την κύησή της μπορεί να υποβληθεί σε άμβλωση».

Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας, με επικεφαλής εν προκειμένω την υπουργό για τα Δικαιώματα της Γυναίκας Νατζάτ Βαλό – Μπελκασέμ, έκρινε πως εκείνο το «σε κατάσταση απόγνωσης» που απαιτούσε ο νόμος Βέιλ του 1975 έπρεπε να φύγει διότι μπορεί να δώσει στον γιατρό δικαίωμα να ζητήσει εξηγήσεις και να βάλει τη γυναίκα σε θέση «απολογουμένης». Και πως, ειδικά σε μια περίοδο όπως αυτή, όπου η συντηρητική κυβέρνηση Ραχόι θέλει να γυρίσει την Ισπανία 30 χρόνια πίσω περιορίζοντας ασφυκτικά τις αμβλώσεις, η Γαλλία πρέπει να δείξει πως η άμβλωση δεν είναι απλώς «κάτι που γίνεται ανεκτό υπό προϋποθέσεις, αλλά ένα απόλυτο δικαίωμα». Η Δεξιά μίλησε για «απόπειρα μετατροπής της άμβλωσης σε κάτι κοινότοπο». Το νομοσχέδιο όμως πέρασε στο σύνολό του την Τρίτη από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση με 359 ψήφους υπέρ και μόλις 24 ψήφους κατά, καθώς η πλειοψηφία της Δεξιάς προτίμησε να απόσχει. Εφόσον εγκριθεί και σε δεύτερη ανάγνωση από τη γαλλική Γερουσία, η γονική άδεια θα αυξηθεί στη Γαλλία από τους έξι μήνες στο ένα έτος υπό τον όρο να μοιράζεται ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα. Θα θεσπιστεί επίσης δοκιμαστικά ελάχιστη διατροφή για τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους και αυστηρότερα μέτρα για τους «κακοπληρωτές» πατεράδες. Το νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης της οικογενειακής βίας γίνεται αυστηρότερο. Οι επιχειρήσεις που δεν σέβονται την επαγγελματική ισότητα ανδρών και γυναικών (των ίσων μισθών συμπεριλαμβανομένων) αποκλείονται από τις δημόσιες συμβάσεις. Από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2017 και εξής, τα πολιτικά κόμματα που δεν παρουσιάζουν ίσο αριθμό γυναικών και ανδρών υποψηφίων θα αντιμετωπίζουν βαρύτερες οικονομικές κυρώσεις. Απαγορεύονται τα καλλιστεία «Μini-Μiss» για κορίτσια μικρότερα των 13 ετών. Οσοι συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης δικαιούνται τετραήμερη άδεια, ίση με την «άδεια γάμου». Οι απαιτήσεις ισότιμης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών επεκτείνονται σε όλα τα κρατικά ιδρύματα βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα.

Το νομοσχέδιο χαιρετίστηκε με θέρμη από τους «Νιου Γιορκ Τάιμς» σε κύριο άρθρο τους ως «η διεξοδικότερη νομοθετική προσπάθεια για τα γυναικεία δικαιώματα στην ιστορία της Γαλλίας». Μια έξωθεν δικαίωση για την κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ, σε μια περίοδο μάλλον δύσκολη γι’ αυτήν και για τον ίδιο προσωπικά.