Να είσαι ανοικτός και η ζωή θα είναι πιο εύκολη είναι ένα από τα μότο των βουδιστών. Αν, βέβαια, είσαι… μερκελιστής και δη εκπρόσωπος της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην Ελλάδα, τίποτα δεν είναι εύκολο. Αν όμως αντιμετωπίσεις το πόστο σου ως μια ευχάριστη πρόκληση και βάλεις τον εαυτό σου στη θέση των ανθρώπων που συναντάς χωρίς να αναλώνεσαι σε αφ’ υψηλού κριτική, τότε 22 μήνες περνούν πολύ γρήγορα. Τόσο γρήγορα που ίσως να μη θέλεις να φύγεις…

Ο Βόλφγκανγκ Ντολτ αναχωρεί σε λίγα 24ωρα για το Βερολίνο για να αναλάβει τη θέση του γενικού διευθυντή των Κεντρικών Υπηρεσιών του υπουργείου Εξωτερικών ύστερα από μια σύντομη αλλά ιδιαίτερα επιτυχημένη θητεία στην Αθήνα. Σε όσους τον αποχαιρετούν με το παράπονο ότι η Ελλάδα χάνει έναν φίλο απαντά ότι ο φίλος αυτός μπορεί να τους χρησιμεύσει περισσότερο στην κομβική θέση που αναλαμβάνει την ερχόμενη εβδομάδα, καθώς θα αποτελεί έναν από τους στενότερους συνεργάτες του γερμανού ΥΠΕΞ Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ.

Εξάλλου, ο επικοινωνιακός πρέσβης, με την οξυμμένη αίσθηση του χιούμορ, όχι μόνο έκανε πρωτοφανή ανοίγματα και προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα αλλά και εστίασε στα θετικά της νοοτροπίας μας. Πιστεύει μάλιστα ότι το πιο δυνατό σημείο της Ελλάδας είναι η ανθρωπιά της, «το γεγονός ότι όλοι, ακόμη και η ταμίας στο σουπερμάρκετ, σε αντιμετωπίζουν με ένα χαμόγελο και έχουν έναν καλό λόγο να σου πουν».

ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ. Ο Ντολτ, ο οποίος ανέλαβε τα πρεσβευτικά του καθήκοντα σε μια εποχή που Αθήνα και Βερολίνο αντήλλασσαν σχεδόν καθημερινά αλληλοκατηγορίες και προσβολές (Μάρτιος 2012) εξαρχής είδε την τοποθέτησή του ως μισογεμάτο ποτήρι. Ακόμη και τις στιγμές που ένιωσε μεγάλη αμηχανία. Οπως, για παράδειγμα, όταν βρέθηκε σε μια δεξίωση και κάποιος από τους παρισταμένους τού ανέπτυξε μια θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία η ίδια η γερμανίδα καγκελάριος τον είχε επιλέξει προκειμένου να επιβάλει τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα. Ο Ντολτ απλώς γέλασε. Γελάει ακόμα περισσότερο όταν ακούει τον όρο «μερκελιστές».

Κάνοντας τον απολογισμό της θητείας του, εντέλει μάλλον περίμενε ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Οπως λέει, «όλες οι πόρτες ήταν ανοικτές. Δεν είχα ποτέ παρόμοια αντιμετώπιση. Ακόμη και όταν συζητούσα με ανθρώπους που δεν είχαν να πουν τίποτα καλό για την ευρωζώνη ή για το Βερολίνο, αυτό γινόταν με έναν πολιτισμένο τρόπο». Πιστεύει μάλιστα ότι η ζεστασιά που συνάντησε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της ελληνικής νοοτροπίας. «Ελπίζω η κρίση να μην το καταστρέψει. Θα ήταν κρίμα η Ελλάδα να χάσει αυτά τα στοιχεία», λέει στα «ΝΕΑ». Την ίδια ώρα, ωστόσο, θεωρεί παράδοξο ότι ένας τόσο θερμός λαός προβάλλει τόση αντίσταση στις αλλαγές, «ακόμη αν και αυτές είναι για το κοινό καλό».

Μια από τις σκηνές που έχουν χαραχτεί στη μνήμη του και σημάδεψαν τις πρώτες ημέρες της θητείας του στην Αθήνα ήταν ένα ήσυχο πρωινό που ξεκίνησε από το σπίτι του για να πάει στον φούρνο. Στον δρόμο είχε γίνει κάποιο ατύχημα ανάμεσα σε έναν ταξιτζή και έναν άλλο οδηγό. «Οι δύο οδηγοί βρίζονταν και φώναζαν τόσο πολύ ο ένας στον άλλο, που νόμιζες ότι θα σκοτωθούν. Πήγα στον φούρνο και επιστρέφοντας τους είδα να κάθονται μαζί σε ένα παγκάκι και να μοιράζονται ένα τσιγάρο. Μου φάνηκε πολύ περίεργο που μετά από όλη αυτή την ένταση κάθονταν και μιλούσαν σαν να μην είχε γίνει τίποτα», λέει.

Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ. Ιδιαίτερα έντονα θυμάται και τις ημέρες που ακολούθησαν την επίθεση με πυροβολισμούς έξω από την πρεσβευτική οικία στο Χαλάνδρι. Κυρίως, μια νύχτα που ο ίδιος και η σύζυγός του μπήκαν σε ένα ταξί με κατεύθυνση το Κέντρο της Αθήνας. Οπως θυμάται, ο ταξιτζής τον κοιτούσε έντονα μέσα από τον καθρέφτη και κάποια στιγμή τον ρώτησε από πού είναι. «Από τη Γερμανία», απάντησε ο Ντολτ. «Είστε ο γερμανός πρέσβης;», του αντέτεινε ο ταξιτζής και ο Γερμανός απάντησε καταφατικά. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που σας συνέβη. Πώς είναι η κόρη σας;» ήταν η αντίδραση του οδηγού, η οποία συγκίνησε τον Ντολτ.

Ομως, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. «Τα πρώτα δύο χρόνια του προγράμματος διάσωσης δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας στη γερμανική και την ελληνική κοινή γνώμη. Στη Γερμανία προβληματίζονταν εάν οι πιστώσεις θα χρησιμοποιηθούν σωστά και η ελληνική πλευρά προβληματιζόταν που θα οδηγήσει το πρόγραμμα λιτότητας», παραδέχεται σήμερα. Ο ίδιος τοποθετήθηκε στην Αθήνα σε μια φάση που «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί με χρήσιμο τρόπο και πέραν του προγράμματος διάσωσης, σε διμερή βάση. Για παράδειγμα, με την ενίσχυση κοινών ερευνητικών προγραμμάτων ή του Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη, που αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την στήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Η Γερμανία συμμετέχει ως μοναδικός εταίρος σε διμερή βάση και οικονομικά με ποσό περίπου 100 εκατομμυρίων ευρώ».

«ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – ΣΤΑΘΜΟΣ». Σημείο καμπής στις διμερείς σχέσεις θεωρεί τη συνάντηση Σαμαρά – Μέρκελ τον Αύγουστο του 2012 στο Βερολίνο. Οπως λέει, «ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς και οι δύο έστειλαν το μήνυμα στην ελληνική και στη γερμανική κοινή γνώμη ότι εμπιστεύονται αλλήλους. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά των υπουργών Εξωτερικών –αρχικά του ομοσπονδιακού υπουργού κ. Βεστερβέλε και στη συνέχεια του ομοσπονδιακού υπουργού κ. Σταϊνμάγερ –στη δημιουργία ενός ανοιχτού διαλόγου εταίρων μεταξύ των δύο χωρών μας».

Ο Ντολτ από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του επιχείρησε να κατευνάσει το αντιγερμανικό αίσθημα και έδειξε κατανόηση για τις θέσεις της ελληνικής πλευράς, τις οποίες μετέφερε στους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και στιγμές που αισθάνθηκε άσχημα. Οπως όταν στις καλοκαιρινές διακοπές του στη Σκόπελο βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι με μια εκπαιδευτικό που μόλις είχε τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας. «Οταν βλέπεις έναν τέτοιον άνθρωπο απέναντί σου, τότε έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και τις πραγματικές συνέπειες της κρίσης» σημειώνει.

ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Αντιμέτωπος με το τσουνάμι αντιγερμανικού αισθήματος που εκδηλώθηκε πριν από δύο περίπου χρόνια βρέθηκε και ο ίδιος τον Νοέμβριο του 2012 στη Θεσσαλονίκη. Αυτή μάλιστα –και όχι οι πρόσφατοι πυροβολισμοί έξω από την κατοικία του στο Χαλάνδρι –θεωρεί ότι ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της θητείας του στην Αθήνα. Ηταν στη συνάντηση των δημάρχων που συμμετέχουν στην Ελληνογερμανική Συνέλευση. Αυτή, όμως, μετατράπηκε σε αντιμνημονιακό συλλαλητήριο, όταν συνδικαλιστές της ΠΟΕ-ΟΤΑ, αντιδρώντας σε δηλώσεις που είχε κάνει ο Γιόαχιμ Φούχτελ την προηγούμενη ημέρα («1.000 δημόσιοι υπάλληλοι στη Γερμανία κάνουν τη δουλειά που κάνουν 3.000 συνάδελφοί τους στην Ελλάδα») πολιορκούσαν το κτίριο της Συνέλευσης. Εντέλει την πλήρωσε ο γερμανός πρόξενος στον οποίο εκσφενδονίστηκε ένα ποτήρι με καφέ. Ο Ντολτ ήταν εκεί. «Θυμάμαι ότι 300 άνθρωποι απειλούσαν να λιθοβολήσουν το κτίριο. Το πλήθος ήταν ιδιαίτερα επιθετικό, γι’ αυτό και κατεβήκαμε στην είσοδο του κτιρίου μαζί με μια βουλευτή του κόμματος Die Linke που ήθελε να μιλήσει στους διαδηλωτές. Στην αρχή κατάφερε να τους ηρεμήσει, αλλά αυτό κράτησε πολύ λίγο. Ηταν αδύνατο να μιλήσεις μαζί τους. Ηταν πολύ θυμωμένοι. Μπορούσες να νιώσεις την επιθετικότητα στον αέρα», επισημαίνει.

Τα πράγματα θεωρεί ότι άλλαξαν πολύ με την παρούσα κυβέρνηση. «Είναι εκπληκτικό πόσα έχει καταφέρει μέσα σε ενάμιση χρόνο», υπογραμμίζει. Ωστόσο, προσθέτει, «δυστυχώς δεν υπήρξε από την αρχή συγχρονισμός ανάμεσα στη δημοσιονομική προσαρμογή και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κάτι που θα διευκόλυνε σημαντικά τη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Για παράδειγμα, ένα αποτελεσματικό και διαφανές σύστημα υγείας. Μια πρόοδος εδώ θα επέφερε σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητα του πολίτη, πράγμα που θα έκανε τα επιβληθέντα μέτρα λιτότητας πιο υποφερτά».

Ο ίδιος παραμένει αισιόδοξος: «Μόλις παγιωθεί η αναπτυξιακή δυναμική, θα αλλάξουν πολλά στη χώρα προς το καλύτερο». Υπενθυμίζει ότι για κάθε οικονομική ανάκαμψη η συνέχεια και η συνέπεια αποτελούν σημαντικούς παράγοντες. Οσο για το φαινόμενο της μετανάστευσης νέων και ταλαντούχων Ελλήνων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες λόγω της ανεργίας, εκτιμά ότι δεν πρέπει να δραματοποιείται και ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κινητικότητας εργατικού δυναμικού. Εξάλλου, όπως λέει, δείχνοντας τον εκτυφλωτικό αθηναϊκό ήλιο που λούζει το γραφείο του, «όλοι εδώ θα γυρίσουν»…

«ΤΟ 2014 ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΠΗ». Αν επέστρεφε στην Ελλάδα έπειτα από μερικά χρόνια, πώς θα ήθελε να τη βρει; «Λυπάμαι πολύ που φεύγω τώρα που τα πράγματα βελτιώνονται, χωρίς να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η οικογένειά μου κι εγώ αισθανόμασταν εξαιρετικά καλά εδώ», απαντά. Και προσθέτει: «Οταν ξέσπασε η κρίση αρχές του 2010, όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για όλους τους Ευρωπαίους και επίσης δεν υπήρχαν έτοιμες συνταγές. Δεν μπορώ να ξέρω αν σήμερα θα τα κάναμε διαφορετικά. Τώρα, όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι βγαίνουμε από την κρίση. Οσον αφορά την Ελλάδα, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το τουριστικό ρεύμα θα αυξηθεί το ερχόμενο καλοκαίρι. Υπάρχει ενδιαφέρον από εταιρείες για τους τομείς έρευνας και ανάπτυξης, υπάρχει ενδιαφέρον για τις ιδιωτικοποιήσεις των περιφερειακών αεροδρομίων. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι υπάρχουν πολλά μικρά success stories και ότι το 2014 θα αποτελέσει καμπή».

Οσο για τις ευρωεκλογές, πιστεύει ότι δεν πρέπει υποβαθμίζονται, αλλά ούτε και να μεγαλοποιούνται: «Πιστεύω ότι τις ευρωεκλογές πρέπει να τις τοποθετήσουμε στην ευρωπαϊκή τους διάσταση. Παρατηρούμε μια αύξηση αντιευρωπαϊκών και λαϊκιστικών φωνών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη, δεν θα έπρεπε όμως να επηρεάσει την ευρωπαϊκή πορεία των φερόντων την ευθύνη, γιατί το μέλλον μας βρίσκεται στην Ευρώπη. Και αυτό δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε ελαφρά τη καρδία».