«Συλλυπητήρια; Είναι πολύ αργά για να δεχθώ κάτι, πάρα πολύ αργά. Οταν εγώ τους προκάλεσα και τους παρακάλεσα να σταματήσουν στη μνήμη του παιδιού μου και να βρουν κάπου να σταθούν; Είναι πάρα πολύ αργά…».

Η δολοφονία του 22χρονου Θάνου Αξαρλιάν είχε χαρακτηρισθεί από τους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη ως «παράπλευρη απώλεια». Ο στόχος τους ήταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Ιωάννης Παλαιοκρασσάς. Την ημέρα της κατάθεσης της μητέρας του Σταυρούλας στη δίκη των τρομοκρατών, τον Απρίλιο του 2003, ορισμένοι εκ των δολοφόνων του επιχείρησαν να ζητήσουν συγγνώμη. Να εκφράσουν τη λύπη τους, όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Τους απάντησε ότι ήταν αργά, αφού δεν είχαν ακούσει την έκκλησή της να σταματήσουν τη δράση τους. Ετσι, όταν ο Κουφοντίνας είχε ζητήσει «να πει κάτι», η Σταυρούλα Αξαρλιάν απάντησε: «Δεν με ενδιαφέρει. Δεν υπάρχουν για μένα οι άνθρωποι αυτοί».

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ. Η ώρα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα της 14ης Ιουλίου 1992. Οι τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη –ανάμεσά τους και ο δραπέτης, πλέον, Χριστόδουλος Ξηρός –είχαν στοχεύσει με ρουκέτα το θωρακισμένο αυτοκίνητο του κ. Παλαιοκρασσά, που σώθηκε με μώλωπες και αμυχές στο πρόσωπό του. Ο Θάνος Αξαρλιάν είχε φτάσει στη γωνία της Καραγεώργη Σερβίας με τη Βουλής όταν τον βρήκε το ωστικό κύμα της έκρηξης και το αίμα του χύθηκε στο πεζοδρόμιο. Η απόγνωση και ταυτόχρονα η φρίκη και η οργή που αποτυπώθηκαν στο πρόσωπο του πρώτου πολίτη που έφτασε και στάθηκε πάνω από το νεκρό παιδί εξέφρασαν ό,τι ένιωσε όλη η Ελλάδα. Οι τρομοκράτες είχαν χτυπήσει στην καρδιά της Αθήνας. Ο καθένας από τους χιλιάδες περαστικούς στο καλοκαιρινό Σύνταγμα θα μπορούσε να ήταν στη θέση του Θάνου. Η τρομοκρατία είχε πάψει να αφορά μόνο τους «στόχους» και είχε γίνει υπόθεση του καθενός –έστω και με δεκαεπτά χρόνια καθυστέρηση. Η όποια «αποδοχή» των τρομοκρατών τα προηγούμενα χρόνια εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου είχε πνιγεί στο αίμα του 22χρονου Θάνου Αξαρλιάν. Οι τρομοκράτες είχαν απογυμνωθεί.

Η δολοφονία Αξαρλιάν, πάντως, άλλαξε δεδομένα και ισορροπίες ακόμη και μέσα στη 17 Νοέμβρη και αυτό ξεκίνησε ελάχιστη ώρα μετά τη δολοφονία, όταν οι τρομοκράτες –όπως συνήθιζαν –συναντήθηκαν σε ζαχαροπλαστείο στα Ανω Πατήσια. Ο δάσκαλος της 17Ν Κώστας Τέλιος αποχώρησε από την επιχειρησιακή δράση αμέσως μετά. Μάλιστα, μπροστά στη μητέρα του θύματός τους ήταν ο μόνος που είχε ομολογήσει ότι ήταν παρών.

Τέσσερις μέρες πριν από τη δολοφονία, η Σταυρούλα Αξαρλιάν μαζί με τα τρία της αγόρια, τον πρωτότοκο Στέργιο, τον Θάνο και τον μόλις επτά ετών τότε Πέτρο, είχαν τελέσει το μνημόσυνο για τον έναν χρόνο από τον θάνατο του συζύγου και πατέρα τους. Ο θάνατος του συζύγου είχε αλλάξει τα δεδομένα στις ζωές όλων τους. Ο Στέργιος ήταν φοιτητής.

«ΤΡΕΞΕ ΘΑΝΟ». Ο Θάνος βοηθούσε τη μητέρα τους στο εργαστήριο χρυσοχοΐας της οικογένειας επί της οδού Περικλέους. Η κυρία Αξαρλιάν του είχε ζητήσει να πάει σε μια δουλειά. «Του είπα να πάει στην Καραγεώργη Σερβίας. Με άκουσε κι έτρεξε. «Τρέξε Θάνο» κι έτρεξε ο Θάνος», κατέθεσε η κυρία Αξαρλιάν. «Σε λίγα λεπτά άκουσα τον εκκωφαντικό θόρυβο και βγήκα στο μπαλκόνι. Είδα καπνούς, φωτιά, στο σημείο που πήγαινε ο γιος μου και συνειδητοποιώ ότι το παιδί πήγαινε προς τα εκεί. (…) Είδα το αίμα που έρρεε κάτω στον δρόμο και φαντάστηκα ότι είχε γίνει κάτι πάρα πολύ άσχημο, όχι στο παιδί μου. Ρωτούσα μήπως είδαν τον Θάνο, κανείς δεν μου απαντούσε. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι όλοι ήξεραν, αλλά δεν ήθελαν να μου πουν. Κάποια στιγμή είδα το παιδί μου κάτω. Φώναξε ένας αστυφύλακας, ο οποίος με συγκράτησε και δεν με άφησε να πλησιάσω. Μετά έχασα τον κόσμο…»