Καθώς το 2014 ξεκινά, οι προσπάθειες για να αυξηθεί η παγκόσμια ανάκαμψη στις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη έχουν θετικά αποτελέσματα –με εξαίρεση την ευρωζώνη. Ολα τα προβλήματα που απειλούν την παγκόσμια οικονομία είναι πολιτικά σε χαρακτήρα.

Επειτα από 25 χρόνια στασιμότητας, η Ιαπωνία επιχειρεί να ενδυναμώσει την οικονομία της μέσω ποσοτικής χαλάρωσης που δεν έχει προηγούμενο. Είναι ένα πείραμα με ρίσκο: η ταχύτερη ανάπτυξη μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια κάνοντας μη βιώσιμο το χρέος. Ομως ο πρωθυπουργός Σίνζο Αμπε προτιμά να αναλάβει αυτόν τον κίνδυνο αντί να καταδικάσει την Ιαπωνία σε αργό θάνατο. Και εάν κρίνουμε από τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις των Ιαπώνων, το ίδιο πιστεύουν και εκείνοι.

Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ενωση οδεύει προς τη στασιμότητα, από την οποία η Ιαπωνία πασχίζει να ξεφύγει. Το στοίχημα είναι μεγάλο: οι χώρες-μέλη μπορούν να επιβιώσουν από μια χαμένη δεκαετία. Ομως η ΕΕ, μια ατελής ένωση κρατών-μελών, μπορεί εύκολα να καταστραφεί από αυτό.

Ο σχεδιασμός του ευρώ –το οποίο δημιουργήθηκε με μοντέλο το γερμανικό μάρκο –έχει ένα πολύ σοβαρό ελάττωμα. Η δημιουργία μιας κεντρικής τράπεζας χωρίς να υπάρχει κεντρικό υπουργείο Οικονομικών σημαίνει ότι τα κρατικά χρέη υπάρχουν σε ένα νόμισμα το οποίο δεν το ελέγχει καμία χώρα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας. Ως αποτέλεσμα του κραχ του 2008, αρκετές χώρες-μέλη της ΕΕ απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερα χρέη, με αποτέλεσμα να χωριστεί μόνιμα η ευρωζώνη σε χώρες που δανείζουν και χώρες που δανείζονται.

Αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να έχει διορθωθεί με το να αντικατασταθούν τα εθνικά κρατικά ομόλογα χωρών της ευρωζώνης με ευρωομόλογα. Δυστυχώς, η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ απέκλεισε κάτι τέτοιο ακολουθώντας τη ριζική αλλαγή της στάσης των Γερμανών κατά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πριν από την επανένωση η Γερμανία ήταν η κινητήρια δύναμη της ενοποίησης. Τώρα οι γερμανοί φορολογούμενοι είναι αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν να γίνουν η βαθιά τσέπη της Ευρώπης.

Μετά το κραχ του 2008, η Μέρκελ επέμεινε ότι κάθε χώρα οφείλει να ελέγχει τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα και ότι τα κρατικά χρέη πρέπει να αποπληρώνονται. Χωρίς να το καταλαβαίνει, η Γερμανία επαναλαμβάνει το τραγικό λάθος των Γάλλων μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιμονή του πρωθυπουργού Αριστίντ Μπριαν για τις αποζημιώσεις οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ. Οι πολιτικές της Ανγκελα Μέρκελ οδηγούν στην ενίσχυση εξτρεμιστικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διακυβέρνηση στο ευρώ θα παραμείνει ο ίδιος επειδή η Γερμανία θα κάνει πάντα το ελάχιστο για να προστατεύει το ενιαίο νόμισμα –και επειδή οι αγορές και οι ευρωπαϊκές Αρχές θα τιμωρήσουν κάθε άλλη χώρα που θα αντιτίθεται σε μια τέτοια διακυβέρνηση. Ομως η οξεία φάση της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει τελειώσει. Οι ευρωπαϊκές Αρχές έχουν αναγνωρίσει ότι η λιτότητα είναι αντιπαραγωγική και έχουν σταματήσει να επιβάλλουν επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα. Αυτό έχει δώσει στις χώρες που δανείζονται παραπάνω χώρο για να ανασάνουν και οι αγορές έχουν σταθεροποιηθεί, παρά την έλλειψη προοπτικών ανάπτυξης.

Η προέλευση των μελλοντικών κρίσεων θα είναι πολιτική. Αυτό είναι ήδη εμφανές, επειδή η ΕΕ έγει γίνει τόσο εγωκεντρική που δεν μπορεί να απαντήσει αποτελεσματικά σε εξωτερικές απειλές, είτε αυτές προέρχονται από τη Συρία είτε από την Ουκρανία.

Ομως υπάρχει ελπίδα. Η αναβίωση της απειλής από τη Ρωσία μπορεί να αλλάξει την τάση που υπάρχει προς την ευρωπαϊκή διάλυση.

Σε αντίθεση με την Ευρώπη, οι ΗΠΑ γίνονται η ισχυρότερη ανεπτυγμένη οικονομία. Η παραγωγή ενέργειας από σχιστόλιθο έχει προσφέρει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη χώρα, ειδικά στα πετροχημικά. Ο τραπεζικός κλάδος και τα νοικοκυριά σημειώνουν πρόοδο προς την απομόχλευση. Η ποσοτική χαλάρωση έχει ενισχύσει τις τιμές στις αγορές. Και η αγορά ακινήτων έχει βελτιωθεί, με τον κατασκευαστικό κλάδο να οδηγεί σε μείωση της ανεργίας. Επίσης η πόλωση στην αμερικανική πολιτική σκηνή φαίνεται να μειώνεται.

Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα στον κόσμο σήμερα δεν είναι το ευρώ αλλά η μελλοντική κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Κίνα. Το αναπτυξιακό μοντέλο που ήταν υπεύθυνο για τη μεγάλη ενίσχυση της χώρας τώρα αντιμετωπίζει προβλήματα.

Το μοντέλο αυτό είχε βασιστεί στη συγκράτηση του δανεισμού των νοικοκυριών με στόχο να αυξηθούν οι εξαγωγές και οι επενδύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ζήτηση από τα νοικοκυριά να έχει συρρικνωθεί στο 35% του ΑΕΠ και οι αποταμιεύσεις που αναγκάστηκαν αυτά να κάνουν δεν είναι πλέον αρκετές για να χρηματοδοτήσουν το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης.

Υπάρχουν κάποιες ανησυχητικές ομοιότητες με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις ΗΠΑ τα χρόνια πριν από την κρίση του 2008. Ομως υπάρχει και μια σημαντική διαφορά. Στις ΗΠΑ, οι αγορές τείνουν να επηρεάζουν την πολιτική. Στην Κίνα, η πολιτεία ελέγχει τις τράπεζες και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας.

Η ηγεσία της Κίνας είχε δίκιο να θέσει ως προτεραιότητα την ανάπτυξη αντί για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επειδή οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όταν συνοδεύονται από δημοσιονομική λιτότητα, πλήττουν καίρια την οικονομία. Ομως με το να ανάψουν ξανά οι φούρνοι της ανάπτυξης αυξάνεται και το χρέος, κάτι το οποίο δεν είναι διατηρήσιμο για περισσότερα από δύο χρόνια.

Μια πετυχημένη μετάβαση στην Κίνα θα σημάνει πιθανότατα πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μια αποτυχημένη μετάβαση θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία της χώρας, προκαλώντας καταστολή στο εσωτερικό και συγκρούσεις με το εξωτερικό.

Το άλλο μεγάλο άλυτο πρόβλημα είναι η απουσία χρηστής παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η έλλειψη συμφωνίας μεταξύ των πέντε μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ οξύνει τις ανθρωπιστικές καταστροφές σε χώρες όπως η Συρία –και αφήνει να συνεχίζεται η υπερθέρμανση του πλανήτη. Ομως, σε αντίθεση με το αίνιγμα της Κίνας, που θα φτάσει σε κρίσιμο σημείο σε μερικά χρόνια, η απουσία παγκόσμιας διακυβέρνησης μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.

Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management και των Open Society Foundations