Ενθουσιασμό στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες και μεγάλη συζήτηση στη Γαλλία προκάλεσε το σχέδιο που παρουσίασε στη συνέντευξη Τύπου ο Φρανσουά Ολάντ προκειμένου να ανακτήσει η χώρα του την οικονομική της ισχύ –και συγκεκριμένα, οι φοροελαφρύνσεις ύψους 35 δισ. ευρώ ετησίως και ο περιορισμός της γραφειοκρατίας που πρότεινε στις γαλλικές επιχειρήσεις σε αντάλλαγμα για περισσότερες προσλήψεις και κοινωνικό διάλογο καθώς και οι περικοπές των δημοσίων δαπανών κατά 15 δισ. φέτος και άλλα 50 δισ. την περίοδο 2015-2017.

Οι τίτλοι στον γαλλικό Τύπο (που εκ πεποιθήσεως προτιμά να ασχολείται με την πολιτική παρά με την ιδιωτική ζωή του προέδρου της χώρας) ήταν χαρακτηριστικοί: «Ο Ολάντ απελευθερωμένος», ήταν ο τίτλος της κεντροαριστερής «Λιμπερασιόν». «Ο Ολάντ επιβάλλει στην Αριστερά την επιλογή της επιχείρησης», ο τίτλος της «Μοντ». Για «Λεκτική στροφή 180 μοιρών» μιλούσε η κεντροδεξιά «Φιγκαρό».

«Οταν στρίβουμε, πρέπει υποχρεωτικά να επιβραδύνουμε… Για μένα δεν τίθεται θέμα στροφής αλλά επιτάχυνσης στον ίδιο δρόμο», είχε φροντίσει να δηλώσει την Τρίτη ο Ολάντ, μη επιθυμώντας συγκρίσεις με την (αναγκαστική) στροφή του Μιτεράν προς τη λιτότητα το 1983. Είχε επίσης σπεύσει να επισημάνει πως «δεν τον έχει κερδίσει ο φιλελευθερισμός∙ το αντίθετο αφού το κράτος παίρνει την πρωτοβουλία». Είχε διαβεβαιώσει πως παραμένει Σοσιαλιστής. Εφτασε όμως κάποια στιγμή στο σημείο να δηλώσει, κάπως ενοχλημένος από τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις, πως «όποιος δεν έχει ήδη καταλάβει ότι είμαι Σοσιαλδημοκράτης μπορεί να κάνει και νέα ερώτηση».

«Ο Ολάντ έκανε την επανάστασή του», επέμεινε παρά ταύτα η «Μοντ» επισημαίνοντας την ξεκάθαρη απομάκρυνσή του από τις προεκλογικές του θέσεις, όταν χαρακτήριζε «εχθρό» τον χρηματοπιστωτικό κόσμο. Η προαναγγελθείσα κατάργηση, έως το 2017, των εισφορών που καταβάλλουν επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες για τα οικογενειακά επιδόματα ήταν αίτημα των γάλλων εργοδοτών. Η λήψη μέτρων για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και η περικοπή των δημόσιων δαπανών ήταν από καιρό αιτήματα του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Τα πολιτικά άκρα αντέδρασαν έντονα. Η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών έκανε, έστω και σε ήρεμο τόνο, σαφή την ενόχλησή της. Από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο εντούτοις κατέφταναν μόνο καλά λόγια και ενθαρρυντικές συγκρίσεις με τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2003 ο Γκέρχαρντ Σρέντερ απαλλάσσοντας τελικά τη Γερμανία από τον τίτλο του «ασθενούς της Ευρώπης».

Για «βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» έκανε λόγο η Κομισιόν. «Πρώτα από όλα θαρραλέες» χαρακτήρισε τις ανακοινώσεις του Ολάντ ο Σοσιαλδημοκράτης γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάγιερ. «Μου φαίνεται πως είναι ο σωστός δρόμος για να βγει όχι μόνο η Γαλλία αλλά και η Ευρώπη λίγο πιο ισχυρή από την κρίση», πρόσθεσε. Ο γερμανικός Τύπος αναρωτιόταν αν ο Ολάντ θα καταφέρει να μείνει στον νέο δρόμο που χάραξε. Σύμφωνα πάντως με τη «Μοντ», «η (κεντροαριστερή) πλειοψηφία έχει παγιδευτεί: ουδείς διανοείται να μη δώσει την άνοιξη ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση». Οσο για τη Δεξιά, «βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο: αν αρνηθεί να δεχθεί το χέρι που της τείνει ο πρόεδρος, κινδυνεύει να θεωρηθεί στενόμυαλη. Αν το δεχθεί, θέτει σε κίνδυνο τον ίδιο της τον ρόλο ως αντιπολίτευση».