Μπελ Επόκ, δηλαδή «όμορφη εποχή», ονομάστηκε η περίοδος που άρχισε μετά το τέλος του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870-1871) και κράτησε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που άρχισε το 1914 και τέλειωσε τέσσερα χρόνια αργότερα. Στη Βρετανία πάλι συμπίπτει με το τέλος της Βικτωριανής εποχής και την έναρξη της Εδουαρδιανής, χαρακτηρίστηκε μάλιστα από μια ασυνήθιστη πολιτική σταθερότητα στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη, παρά τις εντάσεις που υπήρχαν μεταξύ γαλλικών και γερμανικών κυβερνήσεων.

Τα χρόνια της Μπελ Επόκ υπήρξαν χρόνια ευημερίας για τη γαλλική αστική τάξη που ζούσε μέσα στην ευφορία και την ελαφρότητα, όμως αν και η εποχή έχει ταυτιστεί με τη διασκέδαση, στην πραγματικότητα υπήρξε δημιουργική σε όλα τα επίπεδα. Από πλευράς προόδου ήταν η σημαντικότερη περίοδος στην Ευρωπαϊκή ιστορία των νεώτερων χρόνων αφού στη διάρκειά της σημειώθηκε τεράστια εξέλιξη τόσο στις επιστήμες και στην τεχνολογία όσο και στα γράμματα και τις τέχνες που μεταμορφώθηκαν ριζικά καθώς προέκυψαν νέες καλλιτεχνικές μορφές ταυτισμένες με τη νεωτερικότητα. Και καθώς ο 19ος αιώνας έφθανε στο τέλος του ο κόσμος, γεμάτος χαρά, οραματιζόταν ένα μέλλον προόδου και ειρήνης, για να διαψευστεί δυστυχώς οικτρά λίγο αργότερα.Στην Ελλάδα πάλι τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα και με πολλά προβλήματα. Και η Αθήνα μια πόλη μόλις 100.000 κατοίκων –αν και ο πληθυσμός της είχε σχεδόν διπλασιαστεί μέσα σε δέκα χρόνια –με λάσπες και χώματα στους δρόμους που θα άρχιζαν να ασφαλτοστρώνονται μόλις το 1905. «Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες είχαν ελπίσει ότι με τη νέα κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη, που είχε ορκιστεί έναν περίπου χρόνο πριν, τον Μάη του 1886, η κατάσταση θα άλλαζε προς το καλύτερο. Είχαν προηγηθεί πολλά. Είχε ο κόσμος αγανακτήσει με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που με τα πολεμικά τους σκάφη είχαν για πολύ καιρό αποκλείσει τα παράλια της Ελλάδας, για να επιβάλουν τις απόψεις τους. Είχαν κουραστεί όλοι και όλες με τη φαγωμάρα των πολιτικών, του Δηλιγιάννη και του Τρικούπη, τις αναμείξεις του βασιλιά και των παλατιανών στις εξελίξεις αυτής της ταλαιπωρημένης και καταχρεωμένης χώρας. Ακόμη περισσότερο είχαν, όχι μόνον οι Αθηναίοι αλλά κι όλοι οι Ελληνες, φοβηθεί με τις καθημερινές μάχες στα σύνορα με τους Τούρκους, σύνορα που είχαν αφήσει ακόμη μεγάλες εκτάσεις της Θεσσαλίας και της Ηπείρου εκτός Ελλάδας», γράφει ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Γιάννης Καιροφύλας στο τελευταίο του βιβλίο «Η επανάσταση των γυναικών στην Αθήνα της Μπελ Εποκ».

Και ενώ ο Τρικούπης προσπαθούσε ν’αλλάξει την Ελλάδα, για τη γυναίκα ήταν φανερό ότι δεν φρόντιζε κανείς. «Εκτός από τις δασκάλες, που εργάζονταν για τον επιούσιο άρτο και μόνο, ή τις μητέρες, που είχαν βέβαια πολλά και σοβαρά καθήκοντα για να αναθρέψουν τα παιδιά τους, οι γυναίκες στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, οι πλούσιες τουλάχιστον, δεν είχαν κανέναν προορισμό, παρά να ντύνονται κομψά, και βέβαια να υποτάσσονται πάντα στη μόδα, ν’ανταλλάσσουν επισκέψεις, να παίζουν πιάνο και να κάνουν περιπάτους, να διαβάζουν κάποια ψυχοφθόρα, όπως τα θεωρούσαν πολλοί, μυθιστορήματα και φυσικά να ερωτοτροπούν» αναφέρει ο συγγραφέας ο οποίος δικαίως χαρακτηρίζεται ως σύγχρονος αθηναιογράφος καθώς έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία για την ιστορία της Αθήνας, από τα χρόνια του Οθωνα μέχρι σήμερα και έχει τιμηθεί κατ’ επανάληψη για το έργο του αυτό.

Αυτή τη φορά ο Γιάννης Καιροφύλας επιστρέφει στην Αθήνα των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα και επικεντρώνεται στον αγώνα των γυναικών για τα δικαιώματά τους αποτίνοντας φόρο τιμής στην Καλλιρρόη Σιγανού – Παρρέν και στην Εφημερίδα των Κυριών που ίδρυσε το 1887 η πρωτοπόρος του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Βεβαίως το βιβλίο δεν είναι φεμινιστικό ούτε μπορεί να κριθεί με τα σημερινά δεδομένα. Μέσα από τις σελίδες του όμως που είναι γραμμένες με λόγο απλό δημοσιογραφικό, μπορεί κανείς να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες, τις οποίες ο συγγραφέας έχει συλλέξει ερευνώντας σχολαστικά μέσα στα κιτρινισμένα αντίτυπα της «Εφημερίδος των Κυριών» αλλά και σε άλλες πηγές για την καθημερινή ζωή σε μια εποχή για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα.

Βεβαίως, η έκδοση μιας εφημερίδας από γυναίκες εκείνα τα χρόνια ήταν μια πραγματική επανάσταση που επρόκειτο να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ήσυχης και ρομαντικής Αθήνας. Μέσα από την οπτική των άρθρων της Καλλιρρόης Παρρέν λοιπόν η οποία εμφανίστηκε στη δημοσιογραφία με το ψευδώνυμο Εύα Πρενάρ, ο Γιάννης Καιροφύλας μας μεταφέρει νοερά στην Αθηναϊκή Μπελ Επόκ. Από τις σελίδες του βιβλίου του που είναι αφιερωμένο στο Λύκειο των Ελληνίδων –το ίδρυσε η Καλλιρρόη Παρρέν πριν από 104 χρόνια –περνάνε κατ’αρχάς αναλυτικά η ζωή και το έργο της γυναίκας που έθεσε ως στόχο της την ανύψωση του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου της Ελληνίδας, οι απόψεις της για το γάμο, οι αντιδράσεις των ανδρών της εποχής –μεταξύ άλλων πολέμιός της υπήρξε και ο Εμμανουήλ Ροϊδης –αλλά και περιγραφές της καθημερινής ζωής στην πόλη.

Οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν οι Αθηναίες της Μπελ Επόκ αποκαλύπτουν ότι δεν τις απασχολούσαν μόνο κοινωνικά θέματα. Η Σοφία Σλήμαν, για παράδειγμα, μια από τις πιο στενές φίλες της Παρρέν άρχισε πόλεμο από τις στήλες της εφημερίδας κατά της θανατικής ποινής. Ηταν σίγουρα μια θέση επαναστατική για την εποχή της που θα πρέπει να ξάφνιασε την αθηναϊκή κοινωνία. Με το άρθρο της που είχε γραφτεί με αφορμή πληροφορίες ότι επίκεινται εκτελέσεις καταδίκων, η γνωστή Αθηναία υποστήριξε ότι η καταδίκη σε θάνατο όχι μόνο δεν είναι αναγκαία και ωφέλιμη αλλά από κάθε άποψη βλαβερή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ είχε υπογράψει εκείνες τις ημέρες πολλά διατάγματα προς εκτέλεση θανατικών ποινών και η Σοφία Σλήμαν έκανε προφανώς έκκληση να ματαιωθούν.

Από τις κοσμικές σελίδες της εφημερίδας της Παρρέν μαθαίνουμε επίσης τα ονόματα των αθηναϊκών σπιτιών που υποδέχονταν συχνότερα καλεσμένους. Στα σαλόνια των κυριών Δραγούμη, Καλλιφρονά, Καραπάνου και Θεοδωρίδου δίδονταν μικρές εσπερίδες ενώ στο σπίτι της Ζωής Μπαλτατζή συγκεντρώνονταν τα μέλη «εκλεκτών οικογενειών» για να ακούσουν μουσική. Ανάμεσά τους πολλές ήταν οι καλλονές που είχαν κάψει καρδιές όπως η Φρόσω Ιωάννου Σούτσου, που την ερωτεύτηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, η Φανή Καυτατζόγλου που είχε εμπνεύσει τον ρομαντικό ποιητή Αχιλλέα Παράσχο και η Αικατερίνη Πολυζώη η οποία ποζάρισε στον γλύπτη Γεώργιο Δρόση για να κάνει το κεφάλι της θεάς Αθηνάς που στολίζει τη μεγάλη θύρα του Μεγάρου του Αρσακείου. Οι κοσμικές Αθηναίες ντυνόντουσαν με την τελευταία λέξη της μόδας που έφτανε από το Παρίσι χωρίς κανένα εμπόδιο. Οι μοδίστρες δεν προλάβαιναν να ράβουν πολύπλοκα φορέματα και οι καπελούδες νέα καπέλα ενώ άλλαζαν επίσης τα υποδήματα και οι κομμώσεις. Κι ενώ στην Αθήνα άνοιγαν καινούργια καταστήματα, στην Εφημερίδα των Κυριών οι αναγνώστριες διάβαζαν άρθρα με οδηγίες για την εμφάνιση τους, αλλά και αγγελίες όπως αυτή που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1887: «Η δεσποινίς Ρένα Λωμόν, πρώτη κόπτρια του εργοστασίου των γυναικείων συρμών της κ. Chillaud (Σιλλώ) το γένος Βικτωρίας Α. Ωβραί λαμβάνει την τιμήν να γνωστοποιήση εις το αθηναϊκόν κοινόν ότι εσύστησεν από 1ης Σεπτεμβρίου ίδιον κατάστημα συρμού και ραπτικής εν Αθήναις, επί της οδού Αγίας Ειρήνης αριθ. 20 (παρά τον ναόν της Αγίας Ειρήνης). Ελπίζει δε ότι δια της καλαισθησίας, επιτηδειότητος, ακριβείας και μετρίων τιμών του εργοστασίου της, θέλει ελκύσει τας συμπαθείας των κυριών οίτινες ήθελον ευαρεστηθή να τιμήσωσιν αυτήν δια της πελατείας των».