O Eντουαρντ Σνόουντεν υπήρξε τολμηρός αλλά όχι και πρωτοπόρος στις αποκαλύψεις για τα προγράμματα των μαζικών παρακολουθήσεων από τις αμερικανικές υπηρεσίες. Oπως αποκαλύπτουν οι New York Times, το 1971 μια ομάδα ακτιβιστών είχε ανοίξει τα γραφεία του FBI στη Φιλαδέλφεια, κλέβοντας πολύτιμα αρχεία που στη συνέχεια διοχέτευσαν σε πολλές εφημερίδες!

Σύμφωνα με το αποκαλυπτικό άρθρο των New York Times, Τα αρχεία εκείνα αποκάλυπταν αρκετά «βρώμικα κόλπα», που χρησιμοποιούσαν τότε οι πράκτορες της FBI, υπό τις εντολές του περιβόητου διευθυντή του Γραφείου, Tζ. Eντγκαρ Χούβερ.

Ο Κιθ Φορσάιθ, σήμερα 63 ετών, εξηγεί: «όταν τότε μιλούσες για το τι κάνει το FBI κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Ο μόνος τρόπος για να πείσεις τον κόσμο ήταν να τους παρουσιάσεις γραπτά ντοκουμέντα.»

Τόσο ο Φορσάιθ, όσο και οι συνεργοί του Τζον και Μπόνι Ρέινς (συνολικά εννέα άτομα) δεν εντοπίστηκαν ποτέ, παρά το ανθρωποκυνηγητό.

Παρέμειναν σιωπηλοί όλα εκείνα τα χρόνια και δέχθηκαν να μιλήσουν στην εφημερίδα, διότι πλέον δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος τους.

Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες η δημοσιογράφος Μπέτι Μέτζερ, μία από τις πρώτες που έλαβε έγγραφα, θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο σχετικό με την ιστορία τους.

Σε αντίθεση με τις ηλεκτρονικές μεθόδους που χρησιμοποίησε ο Σνόουντεν, εκείνη η ομάδα των «9» προτίμησε πιο «παραδοσιακές» μεθόδους: παρακολουθούσε επί μεγάλο χρονικό διάστημα τα γραφεία του FBI, κατέγραφε τις διαδρομές και τις «ρουτίνες» των υπαλλήλων, φόρεσε γάντια και έριξε σε βαλίτσες δεκάδες ντοκουμέντα. Στη συνέχεια οι βαλίτσες φορτώθηκαν σε αυτοκίνητο, το οποίο και έκρυψε.

Oι ακτιβιστές δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά, τουλάχιστον για όσο διάστημα κρατούσε η έρευνα του FBI για τη διάρρηξη. Περίπου 200 πράκτορες της Υπηρεσίας ασχολήθηκαν με το θέμα, όμως δεν κατάφεραν να βρουν το παραμικρό. Τελικά, η υπόθεση έκλεισε στις 11 Μαρτίου 1976.

Στα χέρια της δημοσιογράφου Μπέτι Μέτζερ της Washington Post έφτασαν αρκετά από τα έγγραφα, τα οποία αποκάλυπταν -μεταξύ άλλων- τη μανία του τότε διοικητή του FBI με διάφορες ομάδες φοιτητών, μαύρων ακτιβιστών κλπ.

Στο βιβλίο της δημοσιογράφου με τίτλο The Burglary: The Discovery of J. Edgar Hoover’s Secret FBI, αποκαλύπτεται ότι μόνο ένας από τους ακτιβιστές βρισκόταν τελικά στη λίστα των «υπόπτων» της Υπηρεσίας.

Αρκετοί θα μπορούσαν να τους κατηγορήσουν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, ότι αυτό που έκαναν ήταν τρομερά ριψοκίνδυνο: αν τους έπιαναν θα καταδικάζονταν ισόβια και αυτό θα ήταν τραγικό για τα παιδιά και τις οικογένειές τους.

Οι ίδιοι όμως εξηγούν: «Ήμασταν πραγματικά ριψοκίνδυνοι. Όμως δεν υπήρχε κανένας τότε στην Ουάσινγκτον -γερουσιαστές, βουλευτές, ακόμα και ο Πρόεδρος- που να τολμούσε να τα βάλει με τον Χούβερ. Για εμάς έγινε πολύ προφανές, αν δεν το κάναμε εμείς, δεν θα το έκανε κανένας.»