Ο Τολστόι ήταν ένας από τους πολλούς ρώσους συγγραφείς που είχαν εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητα του Σαμίλ, τον οποίο περιέλαβε στο μεγάλο του μυθιστόρημα «Χατζή Μουράτ». «Ο ιμάμης δεν φορούσε τίποτα φανταχτερό, ούτε χρυσό ούτε ασημένιο, στην ψηλή, επιβλητική φιγούρα του. Το ωχρό του πρόσωπο με το προσεγμένο κόκκινο γένι, με τα μικρά του μάτια συνεχώς να κινούνται, ήταν σαν πέτρα, εντελώς ακίνητο… Τα μάτια δεν κοιτούσαν κανέναν». Από την εποχή που είχε μετατεθεί ως αξιωματικός στον Καύκασο, ο Λέων Τολστόι είχε εντυπωσιαστεί από τους λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή. Στο «Χατζή Μουράτ» περιγράφει γαλήνιες στιγμές ενός χωριού και μετά δείχνει τι έκαναν οι Ρώσοι ένα πρωί με τη δύναμη των όπλων τους –καταστρέφοντας ακόμα και το τζαμί. Οι γηραιοί κάτοικοι του χωριού που επιβίωσαν, γράφει ο Τολστόι, «είχαν συναισθήματα ισχυρότερα και από το μίσος. Ηταν η άρνηση να δεχθούν ότι τα ρωσικά σκυλιά είναι άνθρωποι. Και η επιθυμία να καταστραφούν, όπως η επιθυμία να εξολοθρευτούν τα ποντίκια, οι δηλητηριώδεις αράχνες και οι λύκοι, ήταν τόσο φυσική όσο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης». Τέτοια συναισθήματα, έπειτα από πολλές ρωσικές επιθέσεις, εμφανίστηκαν στους λαούς του Καυκάσου και τη δεκαετία του ’90. Ο Σαμίλ τελικά συνελήφθη και η πολιτική του στρατηγού Γερμόλοφ εντάθηκε. Και άλλες απελάσεις έκαναν το 1856 έναν ρώσο υπουργό να αναφερθεί για πρώτη φορά στον όρο «εθνοκάθαρση». Οταν οι απελαθέντες Τσετσένοι επέστρεψαν στη γη τους μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, χαρακτηρίστηκαν από τους Ρώσους «προδότες» και «άγριοι».