Ο πόλεμος της Μόσχας με τους ορεσίβιους λαούς του Καυκάσου στην πρόσφατη ιστορία και μετά την εισβολή στο Γκρόζνι της Τσετσενίας είχε δύο άλλα αιματηρά επεισόδια: το 2002 την ομηρεία στο θέατρο Νορντ-Οστ της Μόσχας που έληξε με 130 νεκρούς ομήρους και το 2004 τη σφαγή σε σχολείο του Μπεσλάν 334 μαθητών και γονέων. Τώρα η σύγκρουση φαίνεται ότι μεταφέρεται στο Σότσι ενόψει των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.

Αυτός ο ανταρτοπόλεμος, γράφει ο Μάικλ Τσέρτς στην «Ιντιπέντεντ», είναι το τελευταίο στάδιο ενός κύκλου συγκρούσεων που διαρκεί εδώ και αιώνες, με τον Πούτιν να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη που έκαναν τόσο οι τσάροι όσο και οι Σοβιετικοί. Οι λαοί του Καυκάσου και ιδιαίτερα οι Τσετσένοι θυμούνται και τιμούν ακόμα τον ιμάμη Σαμίλ, τον αρχηγό των ανταρτών του 19ου αιώνα, που δεν μπορούσαν να δαμάσουν οι τσάροι επί 20 χρόνια. Στην ιστορία αυτού του ανθρώπου, που είχε θαυμαστές ακόμα και στο βικτωριανό Λονδίνο, βρίσκεται η πεμπτουσία της σύγκρουσης των Ρώσων με τους λαούς του Καυκάσου. Η ιστορία ξεκινά όταν η Μεγάλη Αικατερίνη έφτιαξε έναν δρόμο προς τον Νότο ανάμεσα στα βουνά για τους χριστιανούς φίλους της στη Γεωργία. Η ιμπεριαλιστική της τακτική προκάλεσε την αντίδραση ενός βοσκού ονόματι Σεΐχ Μανσούρ που πέτυχε να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να ζητήσει την αποκήρυξη του αλκοόλ που είχαν φέρει οι Ρώσοι και διέφθειρε τους κατοίκους. Οι Ρώσοι, όπως θα γινόταν και στους αιώνες που ακολούθησαν, κατήγγειλαν τον Μανσούρ και τους οπαδούς του ως ληστοσυμμορίτες και τους έβαλαν στη φυλακή, έμαθαν όμως να μην υποτιμούν «τους ορεσίβιους».

Η επόμενη φάση αυτού του «θανάσιμου χορού» Ρώσων και Καυκασίων ξεκίνησε το 1816, όταν ο στρατηγός Αλεξέι Γερμόλοφ ανέλαβε ως διοικητής την αποστολή να μετατρέψει τον Καύκασο σε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, κάτι που ακόμα προσπαθεί να κάνει ο Πούτιν. Το πρώτο μήνυμα του Γερμόλοφ ήταν σκληρό: «Επιθυμώ ο τρόμος που προκαλεί το όνομά μου να περιφρουρεί τα σύνορά μας πιο ισχυρά από τις αλυσίδες ή τα κάστρα. Ο λόγος μου θα είναι για τους ντόπιους νόμος πιο αναπόφευκτος από τον θάνατο. Μια εκτέλεση μπορεί να σώσει εκατοντάδες Ρώσους από την καταστροφή, και χιλιάδες μουσουλμάνους από την προδοσία». Εφτιαξε το κάστρο Γκρόζναγια («Φοβερό») στο μέσον της Τσετσενίας και εγκαινίασε μια διακυβέρνηση τρόμου. Σοδειές και σπίτια καίγονταν, άνδρες σφαγιάζονταν, γυναίκες βιάζονταν και πολλοί απελαύνονταν: άλλοι στη Σιβηρία, άλλοι στα βουνά, δημιουργώντας έτσι τους σπόρους της αντίστασης που αντιμετωπίζει σήμερα η Μόσχα.

Εκείνο που πέτυχε ο στρατηγός Γερμόλοφ ήταν να προκαλέσει την άνοδο ενός ακραίου Ισλάμ οι ηγέτες του οποίου ένωσαν τις μουσουλμανικές φυλές του Καυκάσου σε έναν ενιαίο στρατό. Ο σημαντικότερος από εκείνους τους ηγέτες ήταν ο ιμάμης Σαμίλ. Γεννημένος στο Νταγκεστάν το 1796, γιος ενός αλκοολικού εργάτη, υπήρξε ικανότατος αθλητής και φοβερός πολεμιστής. Επειτα από ένα νεανικό μεθύσι, ζήτησε από τον καλύτερό του φίλο να τον μαστιγώσει 40 φορές για εξιλέωση. Λέγεται ότι ζήτησε από τον πατέρα του να σταματήσει το ποτό, απειλώντας τον ότι θα αυτομαχαιρωθεί μπροστά του. Ταυτόχρονα ο Σαμίλ ήταν και πραγματιστής: προσπάθησε να κάνει συμφωνία με τους Ρώσους –θα δεχόταν την εξουσία τους εάν εκείνοι συμφωνούσαν να επιβληθεί η σαρία (ο ισλαμικός νόμος) στον Καύκασο. Οι Ρώσοι αρνήθηκαν και πήραν όμηρο τον 12χρονο γιο του. Το 1839 όμως έκαναν ένα μοιραίο λάθος προσπαθώντας να κατασχέσουν τα όπλα των Τσετσένων: κανένας ορεσίβιος πολεμιστής δεν θα το επέτρεπε.

Στα χρόνια του Στάλιν

Στα χρόνια του Στάλιν επιβλήθηκε η ρώσικη γλώσσα στα σχολεία, τα σύνορα άλλαξαν για να χαθεί η γεωγραφική έννοια των περιοχών και απαγορεύθηκαν τα ταξίδια στις ιερές μουσουλμανικές πόλεις. Στον Βόρειο Καύκασο ξεκίνησε η κολεκτιβοποίηση το 1929 παρότι στην ουσία δεν υπήρχαν εκεί «πλούσιοι αγροκτήμονες». Πολλά από τα δάση στα οποία έβρισκαν καταφύγιο οι πολίτες, κόπηκαν. Στους μεγάλους διωγμούς του 1937 αφανίστηκε όλη η διανόηση της ευρύτερης περιοχής. Και οι μαζικές απελάσεις μετά το 1856 δεν σταμάτησαν.