Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει η Σουηδία στις «αερομαχίες» που πραγματοποιεί με υπερδυνάμεις όπως είναι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία στις πωλήσεις μαχητικών αεροσκαφών. Το αεροσκάφος Gripen της Saab κερδίζει συνεχώς συμβόλαια από χώρες που βρίσκονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απειλώντας στα ίσια εταιρείες κολοσσούς του χώρου όπως είναι η Boeing, η ΒΑΕ Systems και η Dassault.

Επειτα από πρόσφατες μεγάλες επιτυχίες σε διαγωνισμούς για την αγορά μαχητικών αεροσκαφών στη Βραζιλία και την Ελβετία, το Saab Gripen έχει βάλει τώρα στο στόχαστρο συμβόλαια που διεκδικούν η αμερικανική Boeing, η βρετανική ΒΑΕ Systems και η γαλλική Dassault σε χώρες όπως είναι η Μαλαισία, η Ινδονησία, η Δανία και η Βουλγαρία. Ηδη η εταιρεία έχει κερδίσει διαγωνισμούς πουλώντας αεροσκάφη στην Τσεχία, την Ουγγαρία, την Ταϊλάνδη, τη Νότια Αφρική και –βέβαια –στη Σουηδία.

Οι διαγωνισμοί αυτοί δεν θα μπορούσαν να έχουν έλθει σε καλύτερη στιγμή για τη διάσημη σουηδική αεροπορική βιομηχανία, αφού πολλές χώρες πλέον δεν έχουν κεφάλαια να ξοδέψουν πολλά για την άμυνα όπως έκαναν παλιότερα. Η λιτότητα έχει κυριολεκτικά φτάσει μέχρι τους ουρανούς.

Αυτό είναι σημαντικό επειδή μπορεί πολλοί από τους ανταγωνιστές του Gripen να υπόσχονται ότι υπερέχουν σε τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά το σουηδικό αεροσκάφος έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να το αγνοήσει κανείς. Εχει κόστος αγοράς και λειτουργίας το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό των αντιπάλων του.

Σύμφωνα με τους «Τάιμς» του Λονδίνου, το Saab Gripen έχει κόστος αγοράς (ανά αεροσκάφος) 60 εκατ. δολάρια και κόστος λειτουργίας ανά ώρα πτήσης 4.700 δολάρια, τη στιγμή που το Eurofighter Typhoon κοστίζει 125 εκατ. δολάρια ανά αεροσκάφος και έχει κόστος λειτουργίας ανά ώρα πτήσης 18.000 δολάρια. «Εχουμε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό αεροσκάφος όσον αφορά τις επιδόσεις. Θεωρούμε ότι πουλάμε τη Φεράρι στην τιμή του Φίατ Πούντο», ήταν τα λόγια του επικεφαλής της Gripen Sweden, Ουλφ Νίλσον αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού για την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών στη Βραζιλία. Εκεί η σουηδική εταιρεία κατάφερε να κερδίσει τους ανταγωνιστές της από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία εξασφαλίζοντας συμβόλαιο 4,5 δισ. δολαρίων για την πώληση 36 καινούργιων μαχητικών τζετ στη χώρα.

«Η Βραζιλία ήταν μεγάλη επιτυχία για εμάς. Θα έλθουν κι άλλες. Πιστεύω ότι (οι μεγάλες εταιρείες κατασκευής μαχητικών τζετ) αρχίζουν να μας βλέπουν ως σοβαρό ανταγωνιστή», είπε ο Νίλσον, σύμφωνα με τους «Τάιμς» του Λονδίνου.

Ο ίδιος ανέφερε ακόμη ότι τα Gripen μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τόσο σε επιδόσεις όσο και σε τιμή αεροσκάφη του ανταγωνισμού, όπως είναι το ευρωπαϊκό Eurofighter Typhoon, το Rafale της Dassault και το F-18 Super Hornet της Boeing. Ισχυρίζεται επίσης πως, οι δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου και η απόδοση του ραντάρ που διαθέτει το σουηδικό μαχητικό είναι ισάξιες με αυτές των αντιπάλων του και ότι αν και το Gripen υστερεί σε επιτάχυνση, μπορεί να φτάσει τις ίδιες υψηλές ταχύτητες με τους ανταγωνιστές του.

Το βασικό ατού του σουηδικού αεροσκάφους βέβαια παραμένει η τιμή. «Εχουμε ένα εξαιρετικά καλό προϊόν, μια πολύ ανταγωνιστική τιμή και το χαμηλότερο κόστος κύκλου ζωής», ανέφερε ο Νίλσον.

Η Saab κέρδισε το πλεονέκτημα αυτό επειδή από την αρχή του σχεδιασμού του Gripen, τη δεκαετία του ’80, η κυβέρνηση της Σουηδίας –που είναι ο βασικός πελάτης της εταιρείας –είχε ζητήσει να κατασκευαστεί το πιο οικονομικό μαχητικό αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων. Ο βρετανικός αεροδιαστημικός γίγαντας BAE Systems είχε αναγνωρίσει την αξία του Gripen το 1995, όταν συμμετείχε με 50% σε κοινή εταιρεία (joint venture) που έκανε με τη Saab για την κατασκευή και την προώθηση του Gripen. Η BAE Systems πούλησε το μερίδιό της στη σουηδική εταιρεία το 2011.