Λίγες ημέρες έπειτα από εκείνη που η 46χρονη βρετανή φωτογράφος Κέιτ Μπάρι, κόρη της τραγουδίστριας Τζέιν Μπίρκιν και του Τζον Μπάρι, οσκαρούχου συνθέτη των ταινιών «Τζέιμς Μποντ», έχασε τη ζωή της πέφτοντας από το διαμέρισμά της σε αριστοκρατική συνοικία του Παρισιού, τα δάκρυα των δικών της δεν είχαν στεγνώσει . Δεν είναι μόνο ότι η φωτογράφος ενδέχεται να αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο ενός σπιτιού, το οποίο μοιραζόταν με τρεις σκύλους, ισάριθμες γάτες, έναν παπαγάλο και μπόλικα κουτιά αντικαταθλιπτικών. Ούτε ότι η Μπάρι, που είχε μακρύ ιστορικό καταχρήσεων, ήταν τόσο αγαπητή στη Γαλλία, ώστε ο υπουργός Πολιτισμού να τη χαρακτηρίσει «διαπρεπή» στον χώρο της και να εκφράσει τα συλλυπητήρια του έθνους. Στο άκουσμα της είδησης, η 67χρονη μητέρα της, η μούσα των ευρωπαϊκών 60s, που δύο μήνες νωρίτερα δήλωνε πως «η κόρη μου κάνει μια έκθεση φωτογραφίας στο Παρίσι, αναγνωρίζεται ως μια από τις καλύτερες φωτογράφους της Γαλλίας, επομένως όλα είναι καλά με την Κέιτ», λέγεται ότι κατέρρευσε. Πηγές από τη γαλλική αστυνομία άφηναν να εννοηθεί ότι η θεωρία της αυτοκτονίας είναι η επικρατέστερη, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα η Μπάρι είχε προσφάτως χωρίσει από τον τελευταίο σύντροφό της. Πολλοί όμως πίστευαν ότι κάποια ερωτήματα έχουν τις απαντήσεις τους στην παιδική ηλικία της και κυρίως στον τρόπο ζωής που ακολούθησε μεγαλώνοντας.

Η Κέιτ αντίκρισε το Παρίσι όντας βρέφος ακόμα, όταν κρατώντας την στην αγκαλιά της η Τζέιν Μπίρκιν πήγε εκεί για μια ταινία. Το πώς η τελευταία γνωρίστηκε με τον Σερζ Γκενσμπούρ, τον αγάπησε και σύντομα εμβαπτίστηκε σε μια μποέμικη καθημερινότητα, είναι πάνω κάτω γνωστό. Λιγότερο γνωστοί είναι οι πειρασμοί που συνάντησε και η Κέιτ, βαδίζοντας σε έναν δρόμο που στα 16 της την οδήγησε στα ναρκωτικά και έναν χρόνο αργότερα στο Λονδίνο για αποτοξίνωση. Μιλώντας προ μηνών για την ανατροφή της στο συβαριτικό σπίτι του Γκενσμπούρ, θυμόταν: «Είχαμε μια καθαρίστρια που έλεγε στην κόρη της ότι ο πραγματικός μου πατέρας έχει πεθάνει, εκείνη μου το επαναλάμβανε, αλλά δεν με πείραζε γιατί είχα ήδη άλλον». Ο «άλλος» θα έμενε με τη μητέρα της μέχρι το 1980 και μόνο τότε, στα 13 της, ο ολοζώντανος Τζον Μπάρι θα τη συναντούσε. Στο μεταξύ, οι οικογενειακές εμπειρίες της Κέιτ περιλάμβαναν το διαβόητο «Je t’ aime… Moi non plus», που η μητέρα και ο πατριός της είχαν τραγουδήσει όταν εκείνη ήταν 2 ετών. «Οταν έγινε έφηβη, δεν μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό», έλεγε μια φίλη της εκλιπούσης λίγο μετά τον θάνατό της. «Είχε και πλάκα, αλλά είναι δύσκολο να αστειευτείς όταν πρόκειται για τη μητέρα σου». Κάπως έτσι μάλλον η Κέιτ έγινε μέρος της εικόνας του Σερζ και της Τζέιν, εμφανιζόμενη ακόμα και σε σέξι φωτογραφίες τους. Ηταν αναπόφευκτο το να ανακατευτεί και εκείνη με ένα τσούρμο νεαρών ηδονιστών, πίστευε η φίλη της, και να φτάσει στην αποτοξίνωση τόσο νωρίς.

Θα συνέχιζε να πολεμά τους εθισμούς της στα χρόνια που ακολούθησαν, ιδρύοντας και ένα κέντρο θεραπείας τοξικομανών. Οι σχέσεις με τη μητέρα και τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της, τη Σαρλότ Γκενσμπούρ και τη Λου Ντοϊγιόν, ήταν μάλλον θερμές. Ζούσαν σχετικά κοντά, μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο, απλώς η Κέιτ δεν τρελαινόταν για τα φανταχτερά πάρτι και τις πρεμιέρες της σόουμπιζ. Ως παιδί, δυσφορούσε όταν φωτογραφιζόταν στο πλάι των διάσημων γονιών της («με έκανε να θέλω να κλάψω») και όταν η Μπίρκιν την ώθησε να ασχοληθεί με τη μόδα, εκείνη άντεξε μέχρι τα 28 της και μετά ασχολήθηκε με τη φωτογραφία. Ταυτόχρονα έβλεπε τη μητέρα της να λατρεύεται από τους Γάλλους τόσο ώστε να της προσφέρουν μια θέση στη Λεγεώνα της Τιμής -και εκείνη να την αρνείται ευγενικά γιατί ο πατέρας της είχε τύχει της ίδιας μεταχείρισης ως βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –ή να βραβεύεται για την προσφορά της στις αγγλογαλλικές σχέσεις. Η ίδια γνώρισε τις χαρές της μητρότητας στα 20 της, όταν απόκτησε τον 26χρονο σήμερα Ρομάν. Γράφτηκε ότι με τον πατέρα της να έχει κερδίσει πέντε Οσκαρ και τις αδερφές της να απολαμβάνουν τα φώτα της δημοσιότητας ζούσε στη σκιά τους. Παρά τις συγκρίσεις και τις ηθικολογίες, πάντως, η Κέιτ μπορεί να αποκάλυπτε τον εαυτό της κυρίως μέσα από το καλλιτεχνικό κομμάτι τής δουλειάς της, που φανέρωνε λαχτάρα για απόμακρα μέρη: ερημικές χειμωνιάτικες παραλίες, λόφους, βαλτότοπους, βραχώδεις ακτές. Οταν κάποτε ρωτήθηκε ποιο είναι το καλύτερο πράγμα στο Παρίσι για μια Βρετανή σαν εκείνη, είχε απαντήσει «η βροχή».