ίμαστε στο 1986. Στην κηδεία του σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε, η Αρια Σαγιονμά ντυμένη στα λευκά τραγούδησε με ανείπωτη θλίψη τον «Καημό» του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του σουηδού ποιητή Bo Setterling και με τον τίτλο «Ενα τραγούδι για την ελευθερία». Υπήρχε λόγος: ο ίδιος ο Πάλμε το είχε ζητήσει στη διαθήκη του.

Επιστρέφουμε στο 2013. Η ίδια, εκείνη η τραγουδίστρια, το ίδιο όμορφη και απαστράπτουσα (και πάλι στα λευκά) παρά τον χρόνο, κάθεται με φόντο την Ακρόπολη στην ταράτσα-ασκητήριο της οδού Επιφάνους. Δίπλα της κάθεται ο άνθρωπος που –όπως η ίδια εξομολογείται στη νωπή συγγραφική κατάθεσή της που εκδόθηκε σε τέσσερις γλώσσες –της άλλαξε τη ζωή, ο Μίκης. Και η ταράτσα δεν είναι άλλη από το υπερυψωμένο ασκητήριο του συνθέτη με το πιάνο, τη φωτογραφία της δικής του συντρόφισσας Μυρτώς και μπόλικες παρτιτούρες. Μια συνάντηση που περιέκλειε κάτι από τον συναρπαστικό βίο του Θεοδωράκη παρότι είχε στο κέντρο της την πλευρά των συναυλιών του την περίοδο της δικτατορίας στις σκανδιναβικές (και όχι μόνο) χώρες, τη συνάντησή του με την Αρια Σαγιονμά και τη μεταξύ τους σχέση. «Εκείνο το μακρινό 1970 που επέλεξα την Αρια για να μας συνοδεύσει στις συναυλίες, ήξερα ότι τον μακρινό Δεκέμβριο του 2013 θα ήμασταν μαζί στα ταράτσα μου, εδώ», είπε ο Μίκης χθες στην παρουσίαση του βιβλίου της φινλανδής τραγουδίστριας Αρια Σαγιονμά και σήμερα Πρέσβειρας Καλής Θελήσεως της UNESCO, που ήταν και μια ευκαιρία να ξαναβρεθούν ύστερα από χρόνια.

Ηταν 16 Νοεμβρίου 1970 στο κέντρο του Ελσίνκι, στην αίθουσα τελετών της φοιτητικής εστίας όταν η νεαρή τραγουδίστρια ερμήνευε τη «Ρωμιοσύνη» του Μίκη, μέχρι που μια δίμετρη σκιά πετάχτηκε από το κοινό, πήρε τη θέση του πιανίστα και άρχισε να παίζει μαζί της. «Η κυρία Σαγιονμά θα με ακολουθήσει στις συναυλίες μου», είπε ο ψηλός τύπος που δεν ήταν άλλος από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Δεν είχε περάσει πολύ καιρός από το φθινόπωρο εκείνου του έτους, όταν ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης είχε αποφυλακιστεί από τον Ωρωπό, ήταν ήδη πρόεδρος του ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο) και αρχικά είχε βρεθεί στο Παρίσι οργανώνοντας πια την αντίσταση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μαζί με τον Θόδωρο Πάγκαλο (τότε υπεύθυνο των διεθνών σχέσεων του Μετώπου) άρχισαν την περιοδεία τους από τον Βορρά. «Υπολογίζω από το 1970 έως το 1974 παραπάνω από 800 συναυλίες. Κατορθώσαμε να συνεγείρουμε τους Ευρωπαίους για την Ελλάδα. Η ορχήστρα μας είχε μια ιερότητα, μια θρησκευτικότητα και ως τραγουδιστές ήταν μαζί μας η Φαραντούρη, η Μαρία Δημητριάδη, ο Αντώνης Καλογιάννης, ενώ προστέθηκαν λίγο αργότερα και η Αφροδίτη Μάνου και η Αρια Σαγιονμά», θυμάται ο Μίκης.

Η νεαρή τότε Αρια, ριζοσπάστρια της εποχής και υπεύθυνη του θεατρικού σχήματος του πανεπιστημίου, είχε γοητευθεί από τη μουσική του Μίκη, από τα λόγια των ελλήνων ποιητών.

«Τότε που ακόμη και το σιγοψιθύρισμα των τραγουδιών του μπορούσε να σε οδηγήσει στη φυλακή στην Ελλάδα, άρχισε να γεννιέται στο μυαλό μου η επιθυμία να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο».

Εκεί στο θέατρο, εν τω μεταξύ, με την παρουσία του Μίκη και του επιτελείου του να έχει λάβει μεγάλη δημοσιότητα, η Αρια τραγούδησε σε εκδήλωση προς τιμήν του συνθέτη και εκείνος σχεδόν αμέσως ακούγοντας το «χάλκινο μέταλλο της φωνής της», όπως λέει σήμερα, την επέλεξε για τις περιοδείες του.

Η ζωή της Αρια άλλαξε για πάντα. Θα τον ακολουθούσε σε εκατοντάδες συναυλίες και σήμερα πια είναι η κύρια και γνωστότερη ερμηνεύτρια του έργου του Μίκη στη Σκανδιναβία. «Η Αρια έγινε απόστολος της μουσικής μου. Και αφιέρωσε όλο τον χρόνο και τη ζωή της για αυτό από φοιτήτρια, τότε που οι νεολαίοι ήταν ιδεολόγοι και είχαν τη δύναμη και την πίστη να αλλάξουν τον κόσμο», σημειώνει ο Μίκης για μια εποχή που η Σουηδία μόνο μέτραγε 700 σουηδούς-μέλη στη Νεολαία Λαμπράκη.

«Οταν με επέλεξε ο Μίκης, λίγο μετά πήγα στο Παρίσι και αρχίσαμε τα ταξίδια. Νιώθω πως έφυγα από το βουνό μου και αυτό το ταξίδι συνεχίζεται σήμερα», είπε και επίσης εξομολογήθηκε τον έρωτά της τότε για τον δημιουργό στα συναρπαστικά χρόνια που γύριζαν τον κόσμο.

Μια εικόνα κλείνοντας: πρόβες στο Παρίσι, λίγο πριν φύγουν για τη Νότια Αμερική για το «Canto General». «Ακούσαμε βήματα πάνω στις στρογγυλές πέτρες του κήπου. Σαν να πλησίαζε μια ολόκληρη παρέα. Ακούστηκε κι ένα ιδιαίτερο βήμα. Ηταν το μπαστούνι περιπάτου του Νερούντα. Ενα μπαστούνι με χρυσή λαβή ακολουθούμενο από τον ιδιοκτήτη του, έναν ηλικιωμένο ευγενή». Η γλαφυρή αφήγηση της Αρια φέρνει στον νου την εικόνα της πρόβας του έργου μπροστά στον νομπελίστα ποιητή. Εκείνος κάθησε δίπλα στο πιάνο σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκαμνί. Ο Μίκης εκεί. Επειτα από ώρα ακρόασης, ο Χιλιανός σηκώθηκε και είπε: «Δυνατή μουσική. Να θυμάστε να προφέρετε το C σαν σίγμα και όχι όπως στην ισπανική γλώσσα που προφέρεται θήτα. Ετσι προφέρουμε το C στη Νότια Αμερική».