Σημαντική πρόοδο έχει σημειώσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις του με την τρόικα και αναμένει πλέον την έκθεσή της (για ύπαρξη συμφωνίας στα τέσσερα προαπαιτούμενα) στο Euro Working Group, το οποίο θα συνεδριάσει το πρωί της Τρίτης στις Βρυξέλλες.

Αυτό, είτε θα αποφασίσει θετικά για την δόση του 1 δισ. ευρώ, είτε θα παραπέμψει την απόφαση στο Eurogroup, το οποίο θα πραγματοποιηθεί το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με παρόντα τον υπουργό Οικονομικών αλλά και εκπροσώπους των δανειστών.

Ο Γιάννης Στουρνάρας θα επανέλθει στην Αθήνα την Πέμπτη (καθώς θα συνεχίζεται η συζήτηση στη Βουλή για τον ενιαίο φόρο ακινήτων), ενώ η τρόικα θα επιστρέψει το πρώτο 15νθήμερο του Ιανουαρίου.

Οπως ανέφερε αργά το βράδυ της Δευτέρας κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών «καταγράψαμε σημαντική πρόοδο και αισιοδοξούμε ότι μέχρι την Τρίτη θα υπάρξει συμφωνία για τις αμυντικές βιομηχανίες».

Και επιβεβαίωσε ότι «η ελληνική πλευρά αναμένει την έγκριση της δόσης του 1 δισ. ευρώ που εξαρτάται από την αναδιάρθρωση των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων -καταρχάς στο euroworking group και στη συνέχεια στο Eurogroup».

Θέλησε, πάντως, να κρατήσει χαμηλούς τόνους και πρόσθεσε ότι «ελπίζουμε να μην υπάρξει βέτο από κάποιον εταίρο».

Για τα ΕΑΣ (που αποτελούν ένα από τα τέσσερα προαπαιτούμενα), οι δύο πλευρές συμφώνησαν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Σύμφωνα με το υπάρχον σενάριο, θα διαχωριστεί το πολιτικό από το στρατιωτικό σκέλος, με το πρώτο να φορτώνεται τις «παράνομες» -όπως έχουν κριθεί- κρατικές επιχορηγήσεις και να κλείνει.

Το στρατιωτικό σκέλος θα λειτουργήσει με λιγότερο προσωπικό και με εξαγωγικό προσανατολισμό για ένα μεταβατικό διάστημα.

Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα αισιοδοξεί ότι, την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου θα εκταμιευθεί η συγκεκριμένη δόση, η οποία εκκρεμεί από τον περασμένο Ιούλιο, και που θα δώσει «ανάσα» στα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, καθώς στις 11 Ιανουαρίου πρέπει να αποπληρωθούν ομόλογα ύψους 1,853 δισ. ευρώ.

Την αισιοδοξία των κυβερνητικών στελεχών, ενισχύει και η δήλωση του εκπροσώπου του ΔΝΤ στην τρόικα, Πολ Τόμσεν (κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο Οικονομικών), ότι «κάναμε κάποια πρόοδο. Θα είμαι πίσω τον Ιανουάριο».

Τότε, οι διαπραγματεύσεις θα επικεντρωθούν σε πολύ πιο «καυτά» ζητήματα, όπως το δημοσιονομικό κενό για το 2014 (η τρόικα το υπολογίζει σε 1,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, τα 315 εκατ. ευρώ προκαλούνται από τον ενιαίο φόρο ακινήτων, ενώ θα συμπεριληφθούν και οι υστερήσεις στα έσοδα από τον μειωμένο ΦΠΑ στην εστίαση), το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2014-2017, της κατάργησης των φόρων υπέρ τρίτων, της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών από τις επιχειρήσεις, κ.ά., τα οποία συνδέονται με την επόμενη δόση των 4,9 δισ. ευρώ (το 1,8 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ).

Δόση, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς τον ερχόμενο Μάιο πρέπει να αποπληρωθούν ομόλογα ύψους 5,593 δισ. ευρώ.

Κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών δήλωσε ότι κατά τις νέες διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση θα παρουσιάσει στην τρόικα, ισοδύναμα διαρθρωτικά μέτρα για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό.

Απέκλεισε δε, εκ νέου κατηγορηματικά, να υπάρξουν περαιτέρω μειώσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και αυξήσεις φόρων. Οι διαπραγματεύσεις αυτές πρέπει να ολοκληρωθούν έως το Eurogroup της 27ης Ιανουαρίου, προκειμένου στη συνέχεια να δοθεί η έγκριση για την εκταμίευση της δόσης των 4,9 δισ. ευρώ.

Ερωτηθείς παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών για το τι «μέλλει γενέσθαι» με το καθεστώς του ΦΠΑ στην εστίαση (την 1/1/2014 λήγει το πιλοτικό καθεστώς με το μειωμένο ποσοστό 13%), ανέφερε ότι «θα κάνουμε αυτό που πρέπει, πάντα σε κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης (με την τρόικα)».

Σχετικά λοιπόν με τις δύο τρέχουσες εκκρεμότητες, τους πλειστηριασμούς και τον ΦΠΑ της εστίασης, η κυβερνητική θέση συνοψίστηκε μέσα από τις δηλώσεις κορυφαίων στελεχών των δύο αρμόδιων υπουργείων.

«Θα νομοθετήσουμε, αν όχι με συμφωνία της τρόικας, με την ανοχή της» δήλωσε κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης. Με τον παριστάμενο συνάδελφό του από το υπουργείο Οικονομικών, να προσθέτει «με όχι διαφωνία. Δεν θέλουμε μονομερείς ενέργειες, θέλουμε να υπάρχει ανοχή της τρόικας».

Ετσι, σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς η κυβέρνηση, ως το τέλος της εβδομάδας, αναμένεται να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση (ακόμη και με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου -αν, και όπως αναφέρουν στο υπουργείο Ανάπτυξης, δεν την προτιμούν) για 12μηνη παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς αλλά με την εισαγωγή αντικειμενικών κριτηρίων (εισοδηματικά- περιουσιακά, αντικειμενικές αξίες, ύψος δόσης κτλ).

Η τελικά συνάντηση του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη με την τρόικα που ολοκληρώθηκε αργά το βράδυ της Δευτέρας δεν είχε οριστικό αποτέλεσμα καθώς σύμφωνα με στελέχη της κυβέρνησης αν και έγιναν σημαντικά βήματα από την πλευρά των δανειστών προς τις θέσεις της ελληνικής πλευράς δεν επετεύχθη οριστική συμφωνία.

Μετά το τέλος της συνάντησης υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης σημείωνε ότι «έχει καλυφθεί σημαντικό μέρος του κενού. Δεν έχει όμως καλυφθεί το κενό».

Την ίδια στιγμή, κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης δήλωσε ότι «υπήρξε κάποια περαιτέρω προσέγγιση, περιορίστηκαν οι διαφορές, ήρθε αρκετά προς την πλευρά μας η τρόικα. Θα συνεχιστούν οι συνεννοήσεις και με την τρόικα (μέσω e- mails και τηλεφωνικά) και σε κυβερνητικό επίπεδο».

Στη συνάντηση συμμετείχε και εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος, συμμετοχή η οποία συνδέεται με την απαίτηση των δανειστών, η όποια λύση δοθεί, να μη προκαλέσει πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα.

Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος «η τρόικα ενδιαφέρεται για την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, και δεν επιθυμεί να προκληθούν αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα».

Το ίδιο στέλεχος επανέλαβε την πάγια θέση, ότι στόχος της κυβέρνησης είναι ακόμη και στην περίπτωση που προχωρήσει τις επόμενες ημέρες στη νομοθετική ρύθμιση (εφόσον δεν υπάρξει οριστική συμφωνία), αυτό να γίνει «με την ανοχή των δανειστών».

Πάντως, η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να προχωρήσει και σε παράταση της νομοθετική διάταξης Παπαθανασίου (2009), η οποία προέβλεπε την απαγόρευση γενικά των πλειστηριασμών για οφειλές μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ και η οποία θα πάψει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2014.