Καθολικός σε μια χώρα σχεδόν ολοκληρωτικά ορθόδοξη. Εγινε δικηγόρος χωρίς να νιώσει ούτε για μία στιγμή ότι το συγκεκριμένο επάγγελμα τον αφορούσε. Δεν είχε σχέση με την περιφέρεια –γέννημα-θρέμμα Αθηναίος –και φοβόταν πολύ τη θάλασσα, αλλά εδώ και 13 χρόνια ζει μόνιμα στη Σύρο, περνώντας πολλές ώρες κοιτάζοντας και ταξιδεύοντας στα νερά του Αιγαίου. Διακρίθηκε, δε, ως δάσκαλος φωτογραφίας αν και δεν σπούδασε ποτέ τυπικά τη συγκεκριμένη τέχνη.

Ολες τούτες οι αντιφάσεις είναι μερικές μόνο από εκείνες που συνθέτουν την προσωπικότητα του Πλάτωνα Ριβέλλη, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από μια χειμαρρώδη αυτοβιογραφία, γεμάτη χιούμορ, αυτοσαρκασμό και διάθεση να βάλει ορισμένα πράγματα στη θέση τους –κυρίως σε ό,τι αφορά το «παιδί του», τον Φωτογραφικό Κύκλο -, που πλαισιώνεται με φωτογραφικό υλικό από τη ζωή του, αλλά και δικά του καρέ.

«Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε ύστερα από την ξαφνική ιδέα μιας φίλης, η οποία με παρότρυνε να βγάλω ένα βιβλίο «όχι μόνο ως φωτογράφος, αλλά με όλα όσα είμαι»», εξηγεί ο 68χρονος δάσκαλος, όπως προτιμά να συστήνεται, τον λόγο που τον οδήγησε να γράψει την αυτοβιογραφία του. «Δεν πρόκειται για ένα πυροτέχνημα εγωισμού, ούτε για έναν επίλογο της ζωής μου, αλλά μια απόπειρα να παραθέσω ανάμεικτα στοιχεία που νομίζω ότι συνθέτουν την ουσιαστική μου ταυτότητα».

Κλίση στη μουσική δεν είχε. Οταν η μητέρα του –μαθήτρια της Τζίνας Μπαχάουερ –τον έβαλε στο πιάνο πιστεύοντας ότι ήταν ένας μικρός Μότσαρτ, εκείνος έβαλε τα κλάματα και η μουσική του εκπαίδευση σταμάτησε εκεί. Ούτε η φωτογραφία όμως, στην οποία αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της ζωής του, ήταν το φόρτε του. «Για τις νεανικές μου διακοπές δανειζόμουν μηχανές και έβγαζα τις πιο συμβατικές και απρόσωπες φωτογραφίες».

Στα 31 του, παρ’ όλ’ αυτά, αποφάσισε ότι «η ζωή είναι πολύ μικρή για να ξυπνά κανείς το πρωί και να τον περιμένει μια ημέρα χωρίς χαρά». Και μετέτρεψε το χόμπι του σε επάγγελμα. «Μόνο που όταν ξεκίνησα πίστευα ότι είναι εύκολη, κατέληξα όμως να θεωρώ ότι ίσως να είναι η πιο δύσκολη από τις τέχνες», επισημαίνει ο συγγραφέας.

Γιος εμπόρου και μητέρας μορφωμένης για την εποχή –με γαλλικά και πιάνο –ο Πλάτων Ριβέλλης αναδεικνύεται στην εφηβεία του σε δεινό χορευτή, ώστε να μπορεί να προσεγγίζει τις φίλες της μεγαλύτερής του αδελφής, κι αφήνει τον Παντελή Βούλγαρη να σκηνοθετήσει τα παιδικά τους παιχνίδια στο Παλιό Ηράκλειο. Γοητεύεται από τις σκέψεις του Προυστ και της Γιουρσενάρ, λατρεύει τον Μαλρό, «ακουμπά» στους στοχασμούς του Ταρκόφσκι και του Σεφέρη, τους οποίους αποκαλεί δασκάλους του.

Συμβουλές στους νέους

Οντας δάσκαλος και ο ίδιος – «διδάσκω από εγωισμό», γράφει, «επειδή μου δίνει χαρά και επειδή θέλω να ανακαλύπτω και να διαμορφώνω φίλους με τους οποίους να μπορώ να μοιράζομαι τον ενθουσιασμό μου για την τέχνη» – ο Πλάτων Ριβέλλης δεν διστάζει να δώσει απλόχερα τις συμβουλές του προς τους νέους φωτογράφους μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του.