Αν καλούνταν ο Δημήτρης Χαντζόπουλος να σκιτσάρει τη χθεσινή βραδιά στο πατάρι του Ιανού της οδού Σταδίου, μάλλον θα έβαζε κάτι από Κρήτη (στην Καρέ του Ρεθύμνου εξάλλου έμενε για χρόνια και χθες διακρίναμε αρκετούς Κρητικούς όπως ο κ. Δασκαλαντωνάκης), κάτι από το σινάφι του Τύπου ή της πολιτικής (εδώ ήταν ο Παρασκευάς Αυγερινός αλλά και ο πρόεδρος της ΝΕΡΙΤ Γιώργος Προκοπάκης) που έδωσαν το «παρών», κάτι από τις ενδιαφέρουσες απόψεις που ακούστηκαν για το χιούμορ.

Ο ίδιος θα αφαιρούσε ίσως τη δική του παρουσία –με τον γνωστό σεμνό τρόπο του –παρότι η έμπνευσή του ήταν η αφορμή για μια δίωρη κουβέντα πάνω στον ρόλο της πολιτικής γελοιογραφίας.

Μια στοχαστική βραδιά με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Στο Τούνελ – Σκίτσα 2010-2013» (Εκδ. Αγρα) που συμπεριλαμβάνει περισσότερες από 250 γελοιογραφίες, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί στα «ΝΕΑ» από το 2010 μέχρι σήμερα, και που ήδη «ταξιδεύει» στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Ενας τόμος που μπορεί να είναι το καλύτερο τεκμήριο για τον ιστορικό του μέλλοντος, για το τι έγινε αυτή την πυκνή σε γεγονότα περίοδο, από το εναρκτήριο λάκτισμα της κρίσης έως σήμερα (2010-2013). Το ξεφύλλισμα του βιβλίου του Χαντζόπουλου είναι ένα καλειδοσκόπιο των γεγονότων και για έναν παραπάνω λόγο: γιατί ο εν λόγω γελοιογράφος «δεν άφησε σε χλωρό κλαρί ποτέ κανέναν από όλους τους πολιτικούς χώρους και είναι απόλυτα πολυφωνικός», όπως επισήμανε ο διευθυντής των «ΝΕΩΝ» Χρήστος Μεμής που άνοιξε (μετά τον σύντομο πρόλογο του εκδότη της Αγρας Σταύρου Πετσόπουλου) τη βραδιά.

«Ο Χαντζόπουλος είναι διανοούμενος, όχι όμως στρυφνός αλλά ευαίσθητος και διεισδυτικός. Με το πενάκι-λεπίδι συνδέει και αποσυνδέει τα νοήματα, παίζει με τις λέξεις και τα γράμματα, κάνοντας ιδιοφυείς αναλύσεις με αισθητική λιτότητα», τόνισε η καθηγήτρια Βάσω Κιντή.

Και όντως, οι γελοιογραφίες του δεν κολακεύουν, αλλά όπως η Κιντή συμπλήρωσε, «δίνει έκφραση σε αυτό που βιώνουμε και εμείς δεν μπορούμε να βάλουμε σε σειρά».

Ο Πέτρος Μαρτινίδης, από τη σκοπιά του, και ως γνώστης πολλών πεδίων (εκτός από πανεπιστημιακός έχει βαθιά γνώση της παραλογοτεχνίας, του αστυνομικού είδους, των κόμικς και της θεωρίας της λογοτεχνίας) μίλησε για την έμπνευση του Χαντζόπουλου που εκπληροί πάντα το τρίπτυχο του βιτριολικού και ουσιαστικού χιούμορ: Εκθλιψη – Εκπληξη – Εκλαμψη. «Ποτέ ο σχολιασμός του δεν εκφεύγει στην ωμότητα», είπε ο καθηγητής και στη συνέχεια σκιαγράφησε με ακρίβεια τον γελοιογράφο, χρησιμοποιώντας μόνο δύο λέξεις: χαρτογράφος αδιεξόδων.

Στην συνέχεια, ο γελοιογράφος της «Καθημερινής» Ανδρέας Πετρουλάκης μίλησε από την όχθη του δημιουργού, από την όχθη του ανθρώπου που ανήκει στην πιο ανυπεράσπιστη κατηγορία της δημοσιογραφίας. «Ο γελοιογράφος δεν επανέρχεται για να υποστηρίξει το σκίτσο του», σημείωσε και συμπλήρωσε πως «ο Χαντζόπουλος είναι ο συνάδελφός του που δεν είχε την ευθύγραμμη πορεία των υπολοίπων, ήταν ο πρώτος που μπήκε στυλιστικά στη νέα εποχή, τώρα κάνει χρήση συμβόλων και σκηνικών, οι ήρωες είναι σκιές και σατιρίζει συμπεριφορές περισσότερο από πρόσωπα». Και όλα αυτά στο πιο μοναχικό επάγγελμα ύστερα από αυτό του φαροφύλακα.