«Μικρά Αγγλία». Στην Ανδρο του 1940 κι ενώ ο πόλεμος ξεσπά, ο Σπύρος, καπετάνιος, αφήνει το σπιτικό του και μπαρκάρει προς ένα άγνωστο μέλλον. Αλλά το δράμα που μας αφορά δεν είναι το δικό του. Είναι αυτό που ενώνει τη γυναίκα του (Σοφία Κόκκαλη) και την αδελφή της (Πηνελόπη Τσιλίκα), η αγάπη τους για τον ίδιο άνδρα. Και ο Παντελής Βούλγαρης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, σε σενάριο που έγραψε η ίδια.

Είναι λίγο δύσκολο να διαχωρίσεις τα συναισθήματα των ηρωίδων και αυτά των ανθρώπων πίσω από την κάμερα σε ό,τι αφορά τη σιωπηλή τραγωδία που συντελείται εδώ και, προσωπικά μιλώντας, αυτό που με κρατά σε απόσταση από το δράμα είναι μια διάχυτη νοσταλγία –τροχοπέδη στον ρεαλισμό της συνθήκης που, ως θεατής, πολύ θα ήθελα να βιώσω.

Να το κάνω πιο λιανά; Σχεδόν κάθε νεύμα, κάθε κίνηση, κάθε στήσιμο των ηθοποιών μπροστά στο φακό, μοιάζει περισσότερο με αναπόληση παρά με αναπαράσταση. Σπανίως έχεις την αίσθηση πως αυτοί οι χαρακτήρες, αυτοί οι άνθρωποι βιώνουν το «εδώ-και-τώρα». Ολα μοιάζουν σαν μια ιστορία «από τα παλιά», που μεταφέρεται με τη μελαγχολία του χρόνου που πέρασε και άφησε αυτούς τους καημούς να περάσουν στη λήθη. Και όσο το δράμα μοιάζει να ανασύρεται από αυτήν, τόσο μας ξεγλιστρά.

Ευτυχώς ο Βούλγαρης, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αποφεύγει τις παγίδες που κρύβει πίσω του ο όγκος της παραγωγής: οι κλειστοί χώροι λειτουργούν ως αντίδοτο στην καλλιέπεια. Και στο τρίτο μέρος του φιλμ, η τσεχοφική δομή δρα καταλυτικά: ένας ανθρώπινος, γνήσιας ευαισθησίας αλλά και κοφτερός καημός «ποτίζει» την οθόνη κι εμείς συναντάμε ξανά αυτές τις γνώριμες σιωπές που τόσο αγαπήσαμε στο έργο του σκηνοθέτη.

Ο Βούλγαρης, που πάντα έδειχνε να κινείται πιο ευέλικτα αφηγούμενος ιστορίες σε μικρό καμβά, μοιάζει να βρίσκει στη «Μικρά Αγγλία» μια ισορροπία που αναζητούσε καιρό. Καλές γενικώς οι παρουσίες των ηθοποιών, με εξέχουσα τη Σοφία Κόκκαλη: η ερμηνεία της διαθέτει λιγότερο θεατρική (κοπής Εθνικού) και περισσότερο κινηματογραφική χάρη.

Βαθμοί: 6