Εχουμε συχνά ακούσει ή έχουμε διαβάσει για μεγάλους κωμικούς ηθοποιούς, έλληνες και ξένους, ότι υπήρξαν άνθρωποι μελαγχολικοί, που τους ήταν αδύνατον ακόμα και να πούνε ένα ανέκδοτο ή να κάνουν τη συντροφιά τους να γελάσει. Ας το ομολογήσουμε, δυσπιστούμε πάντα. Φαίνεται πως θεωρούμε δύσκολο ή μάλλον ακατόρθωτο το να μπορείς να κάνεις τους άλλους να γελάνε, χωρίς αυτό το στοιχείο να είναι το άπαν της ύπαρξής σου, να μη βγαίνει δηλαδή κατευθείαν από μέσα σου. Με αποτέλεσμα, αφού ο άλλος μάς κάνει να γελάμε – όσο και αν το θεωρούμε μεγάλη ευεργεσία – να δυσπιστούμε ταυτόχρονα ως προς την ικανότητά του να μπορεί να εκφέρει έναν λόγο σοβαρό. Διαβάστε τη συνέντευξη του Κώστα Βουτσά με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, αγνοώντας τα ονόματά τους και την αυτόματη αναφορά σε δύο ηθοποιούς κωμικούς, διασκεδαστικούς, που το υποκριτικό τους «σήμα» ταυτίζεται με τη χαρά. Εχεις την εντύπωση ότι συζητάνε δύο διανοούμενοι ηθοποιοί – υπάρχει και αυτό το είδος – του σοβαρού, δραματικού θεάτρου. Τα σημειώνουμε όλα αυτά για να κάνουμε αισθητή μια αλήθεια που, από καταβολής κόσμου, η ίδια η ζωή μάς τη φωνάζει με όλους τους τρόπους, αλλά εμείς εθελοτυφλούμε, τόσο περισσότερο μάλιστα όσο πιο σκεπτόμενοι είμαστε. Οτι δεν υπάρχουν στεγανά, ότι τα στεγανά είναι δικά μας δημιουργήματα και ότι η ζωή όλα μπορεί να τα δεχτεί και να τα νομιμοποιήσει. Φτάνει να υπάρχουν αγάπη, ειλικρίνεια και εντιμότητα

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Κύριε Βουτσά, είστε ένας ηθοποιός που είναι λίγο δύσκολο να τον φανταστεί κανείς ως δάσκαλο;

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΤΣΑΣ: Ισως γιατί στην ηλικία που είμαι σήμερα αισθάνομαι ότι έχω ακόμη να μάθω πολλά. Ή ίσως γιατί τα νέα παιδιά έχουν προχωρήσει τόσο πολύ που δεν μπορείς να τους διδάξεις ή να τα συμβουλεύσεις οτιδήποτε. Θέλεις το Ιντερνετ, θέλεις η ίδια τους η ζωή, θέλεις η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, αισθάνεσαι πως ό,τι και αν τους πεις, τα ίδια το γνωρίζουν πολύ καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά, δίδαξα για ένα διάστημα σε μια δραματική σχολή, αλλά δεν είπα λέξη για το πώς θα έπρεπε να παίζουν. Τους μιλούσα για γεγονότα, για το τι κάναμε στα μπουλούκια, πώς είναι να είσαι ηθοποιός. Ηθοποιός δεν σημαίνει να κάνεις, σημαίνει να είσαι. Να μην κάνεις τον όμορφο, να είσαι όμορφος. Να μην κάνεις τον χαζό, να είσαι χαζός. Είναι κάτι που το υπενθυμίζω συνεχώς στον εαυτό μου. Αλλωστε ένας ρόλος παίζεται με χίλιους τρόπους. Δεν υπάρχει ποτέ μια στάνταρ εικόνα. Υπάρχει ο τρελός που δεν μιλάει καθόλου, αλλά σκέφτεται τρελά. Υπάρχει ο τρελός που εκδηλώνεται αλλά κι ο τρελός που κάνει πράγματα τρελά χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ: Αν θεωρώ δάσκαλο τον Κώστα Βουτσά είναι γιατί ανήκει σ’ αυτή την ευλογημένη κατηγορία των παλαιών ηθοποιών που όταν τους βλέπεις να παίζουν, μαθαίνεις. Στα πρώτα χρόνια ενός ηθοποιού, υπάρχει το πάθος αλλά λείπει η ωριμότητα. Νιώθεις σαν ένα άδειο σακί που χρειάζεται να γεμίσει με εμπειρίες και οι εμπειρίες αυτές δεν αποκτούνται παρά μόνο βλέποντας παλαιότερους ηθοποιούς. Η μαγεία για έναν ηθοποιό δεν είναι να περιγράψει έναν ρόλο, είναι να τον αισθανθεί. Οπως επίσης για έναν ηθοποιό δεν υπάρχει ποτέ η αίσθηση της κορυφής, ότι θα φθάσεις δηλαδή σε μια κορυφή. Στη δουλειά μας δεν υπάρχουν κορυφές. Παράλληλα με τη μαγεία τού να αισθανθείς έναν ρόλο, είναι και η μαγεία να προσπαθείς για μια κορυφή που δεν θα την ανακαλύψεις ποτέ. Μοιάζουμε λίγο με τους Δον Κιχώτες που παλεύουν με φανταστικούς ανεμόμυλους. Φανταζόμαστε συχνά ότι η επιτυχία θα μας κάνει να νιώσουμε γεμάτοι μέσα μας, αλλά δεν αποκλείεται ένα αντίστοιχο αίσθημα να μας το δώσει πληρέστερα η αποτυχία. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, σημασία έχει να ανεβαίνεις χωρίς βοήθεια, χωρίς να σε σπρώχνουν. Επομένως, όπου και αν φθάσεις, να μπορείς να πεις και «ώς εδώ που έφθασα, καλά είναι».

Θ.Ν.: Είπατε, κύριε Βουτσά, πριν ανοίξει το κασετόφωνο, ότι όλες οι τέχνες μπορεί να αμφισβητούνται, αλλά το θέατρο δεν πρόκειται ούτε να αμφισβητηθεί ούτε να πεθάνει ποτέ.

Κ.Β.: Το θέατρο είναι αθάνατο. Και θα το θυμηθούν αυτό έπειτα από τετρακόσια και πεντακόσια χρόνια, δυστυχώς όχι όσοι έχουν αυτή την αγωνία σήμερα, αλλά όσοι θα διαβάζουν γι’ αυτή την αγωνία τότε. Οταν ξεκίνησε ο κινηματογράφος ως βωβός, το θέατρο συνέχισε να υπάρχει. Εγινε ο κινηματογράφος ομιλών, το θέατρο στη θέση του. Στη συνέχεια έχουμε τα μιούζικαλ, την τηλεόραση, το Ιντερνετ, τέχνες συρρικνώνονται ή εξαφανίζονται, αλλά το θέατρο δεν παθαίνει τίποτε. Αθάνατο. Ισως να έχει να κάνει με τους ίδιους τους θεατρίνους, που το θέατρο είναι η ψυχή τους, η ανάσα τους, τα κύτταρά τους, τα μικρόβιά τους, η ζωή τους, τα πάντα. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν κι άλλες εξηγήσεις αλλά ας τις βρει ο καθένας μόνος του. Διάβαζα προχθές ότι ακόμη και οι Κινέζοι, σε σχέση με το θέατρο, έχουν πάρει δικά μας πράγματα. Ταξιδεύανε, φαίνεται, οι άνθρωποι. Δεν θα πεθάνει ποτέ το θέατρο, και προπαντός οι τραγωδίες και οι αριστοφανικές κωμωδίες. Πρόκειται για εντελώς σύγχρονα έργα. Ο,τι συμβαίνει σήμερα το έχουν πει οι αρχαίοι συγγραφείς. Για παράδειγμα, όπως στην εποχή τους κυβερνούσαν δυο αδηφάγες πουτάνες, η ψήφος και η μίζα, το ίδιο ακριβώς γίνεται και σήμερα. Συμπερασματικά: μνημείο και μνήμα δεν θα υπάρξει ποτέ για το θέατρο.

Β.Χ.: Σκεφτείτε να ήμασταν όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας και να βλέπαμε τις ομορφότερες παραστάσεις σε μια τηλεόραση. Η μοναξιά, το να μη μοιράζεσαι δηλαδή με κάποιους άλλους την ομορφιά αυτή, θα ήταν αφόρητη. Το θέατρο σου προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα, να βάλεις τα καλά σου, να βγεις και να συνυπάρξεις με τους άλλους. Να δεις μια παράσταση, να την κρίνεις, να συγκινηθείς ή να την απορρίψεις, αλλά τα αισθήματα αυτά να τα μοιραστείς. Αυτό το «μοίρασμα» δεν υπάρχει σε καμιά άλλη τέχνη. Γι’ αυτό το θέατρο μπορεί να λογαριαστεί ως η μητέρα όλων των τεχνών. Και δεν μοιράζεσαι μόνο τη συγκίνηση μιας στιγμής, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Μοιράζεσαι τα μονοπάτια που σου ανοίγουν τα κλασικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αλλά και τα ελληνικά βεβαίως, για να σκεφτείς και να ζήσεις πράγματα που ενδεχομένως δεν θα σου είχανε περάσει από τον νου. Είναι σαν να σου ψιθυρίζουν στο αυτί την ίδια στιγμή ακριβώς που το κάνουν και σε όλους τους άλλους οι μεγάλοι συγγραφείς ότι «εμείς έχουμε σκεφτεί για όλους εσάς, πριν χρειαστεί να το κάνετε οι ίδιοι». Αυτά τα μονοπάτια σού υποδεικνύουν συχνά και τις παγίδες, που διαφορετικά δεν θα τις αντιλαμβανόσουν και θα έπεφτες μέσα.

Θ.Ν.: Αν και κωμικοί ηθοποιοί και οι δυο σας, έχετε παίξει δραματικούς ρόλους.

Κ.Β.: Προσωπικά δεν έχω παίξει δραματικούς ρόλους, έχω παίξει στιγμιότυπα δραματικά. Εμείς οι κωμικοί ηθοποιοί έχουμε πολύ μεγάλη αίσθηση του τάιμινγκ. Δεν ξοδεύουμε τον χρόνο μας. Το δραματικό στοιχείο το δημιουργούμε με ένα «ναι» ή με ένα «όχι», το κάνουμε μικρό. Αντίθετα οι δραματικοί ηθοποιοί το μεγαλώνουνε, ξοδεύουν πολύ χρόνο για να κάνουν μια δραματική σκηνή.

Β.Χ.: Ενας κωμικός ηθοποιός δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να πλατειάζει. Ισως επειδή οι ρυθμοί μας είναι καταιγιστικοί, προκειμένου να κάνουμε έναν δραματικό ρόλο, αισθανόμαστε την ανάγκη να τους μαζεύουμε τους ρυθμούς αυτούς για να μη γίνει αισθητή μια καθυστέρηση που θα καταστρέψει το τελικό αποτέλεσμα. Κωμικός ή δραματικός ο ηθοποιός, το ζουμί είναι να ανακαλύπτει πάντα μέσω του ρόλου του μια αλήθεια. Στην ουσία αυτό που ενδιαφέρει είναι να ζεις το καθετί, ανεξάρτητα αν είναι κωμικό ή δραματικό. Είτε γελάει είτε συγκινείται ο κόσμος, ο ηθοποιός πρέπει να το ζει σαν να έχει συμβεί στη ζωή του το μεγαλύτερο θαύμα.

Κ.Β.: Ο ηθοποιός δεν πρέπει να είναι επιδειξίας. Οταν βγαίνει στη σκηνή και είναι σαν να λέει «κοιτάξτε πώς χορεύω, πώς τραγουδάω, πώς παίζω», είναι καμένος. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ανακαλύπτει μόνος του ο θεατής. Το πιο ωραίο είναι να βγαίνεις στη σκηνή σαν να σε έχουν σπρώξει. Να βλέπεις το κοινό κάτω και να νιώθεις ότι δεν ξέρεις τίποτε, ότι είσαι σαν χαμένος. Σιγά σιγά όμως να τους σαγηνεύεις κι ενώ έχεις τελειώσει, να επιμένουν να μη φύγεις από τη σκηνή. Αυτό είναι ο κωμικός ηθοποιός. Ο επιδειξίας ηθοποιός αποτυγχάνει πάντα.

Θ.Ν.: Κύριε Βουτσά, είναι γνωστό ότι ξεκινήσατε από τα μπουλούκια. Σίγουρα όμως κάποια πρότυπα θα τα είχατε.

Κ.Β.: Δεν θυμάμαι να είχα πρότυπα. Στα μπουλούκια πήγα κατ’ ανάγκην, γιατί δεν είχα να φάω. Ημασταν πολύ φτωχή οικογένεια, τρώγαμε στραγάλια και πίναμε νερό για να γεμίζει η κοιλιά μας. Διδασκόμουν βέβαια από παλιούς ηθοποιούς όπως ο Γιώργος Νάκος και ο Νικήτας Πλατής και προσπαθούσα να παίξω όπως παίζανε κι αυτοί. Δεν ήθελα όμως να γίνω σαν τον έναν ή σαν τον άλλον ή σαν οποιονδήποτε ηθοποιό, όσο γνωστός κι αν ήταν, γιατί ήξερα πως άμα είσαι «σαν» έχεις αποτύχει. Ηθελα να παραμείνω ατόφιος και καθαρός, γι’ αυτό και δεν υπήρξα ποτέ μου ψώνιο ή βεντέτα. Αμα έχεις περάσει όσα έχω περάσει εγώ στα μπουλούκια, που μοιράζαμε τα λεφτά –τόσα εσύ, τόσα εγώ –κι όταν δεν πηγαίναμε καλά μάς έλεγε ο θιασάρχης «παιδιά, ναυάγιο, ο σώζων εαυτόν σωθήτω», δεν μπορείς να γίνεις ψώνιο. Δεν υπάρχει το «εγώ» σε μένα. Ο τρόπος που ξεκίνησα έφτιαξε τον χαρακτήρα μου. Το να παρακαλάς για μια δουλειά ή να πηγαίνεις στο «Χόλιγουντ», στην Πλατεία Κάνιγγος, δήθεν πως περνάς τυχαία, και να ρωτάς αν υπάρχει κανένας ρόλος για να βγάλεις ένα μεροκάματο, μόνο υπερφίαλος δεν γίνεσαι. Ακόμη και στους θιάσους, όταν με προσφωνούν «κύριε Βουτσά», στενοχωριέμαι. Μια δουλειά, την ίδια δουλειά, κάνουμε όλοι μας.

Β.Χ.: Ακούω τον Κώστα Βουτσά, ταξιδεύω στο παρελθόν και δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάθομαι μαζί του στο ίδιο τραπέζι. Παρακολουθούσα τις ταινίες του όταν ήμουν μικρός, μεγάλωσα μαζί του, ήταν η οικογένειά μου, όπως υπήρξε οικογένεια και όλων των Ελλήνων. Αυτή τη μεγάλη εποχή του κινηματογράφου εμείς τη γνωρίσαμε χάρη στην τηλεόραση –μερικές φορές ευτυχώς που υπάρχει η τηλεόραση. Αν μας έμαθε κάτι αυτός ο κινηματογράφος, είναι ουσιαστικά ότι αξίζει να παλεύεις για μια καλύτερη ζωή. Κι ότι στο τέλος θα νικήσεις. Προς Θεού, μην μπερδέψουμε τις έννοιες. Θα νικήσεις με την έννοια ότι θα ζεις, θα ζεις την κάθε μέρα. Αυτή είναι η ουσία, το ταξίδι που κάνεις με το να ζεις την κάθε μέρα, με το να γίνεσαι λίγο καλύτερος κάθε μέρα. Νίκη δεν σημαίνει να φθάσεις κάπου, νίκη δεν είναι ο προορισμός. Γιατί πες κι ότι έφθασες κάπου. Τι θα κάνεις, θα εγκατασταθείς στον προορισμό; Μα τι προορισμός είναι αυτός αφού θα θέλεις να ξαναφύγεις;

Θ.Ν.: Να μιλήσουμε για το θέμα της παρατεινόμενης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης;

Κ.Β.: Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και δώθε, όσοι κυβερνάνε, πουλάνε τους Ελληνες, όχι την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει πουληθεί. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που αγαπάνε την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Ομως είμαστε υποχρεωμένοι να πολεμήσουμε εμείς οι ίδιοι, γιατί δεν υπάρχει κανείς για να μας σώσει. Γιατί δεν μπορείς να σώσεις έναν λαό με κλεψιές, απατεωνιές, σχέδια εγκληματικά. Ερχεται η τρόικα και λέει «θέλω πέντε». Βγαίνουν στη συνέχεια οι δικοί μας και λένε ότι «η τρόικα θέλει οκτώ ή δέκα, αλλά θα τη νικήσουμε». Και τους ακούς τελικά να λένε «νικήσαμε, θα δώσουμε μόνον πέντε». Αν δεν γίνει επανάσταση, δεν θα αλλάξει τίποτε.

Β.Χ.: Ολα αυτά που έγιναν τα τελευταία χρόνια, αλλά και εξακολουθούν να γίνονται, θα τα παρομοίαζε κανείς με ένα μεγάλο χαστούκι, οδυνηρό αλλά και αναγκαίο. Λέω χαστούκι και δεν λέω μαχαιριά, γιατί η μαχαιριά είναι θανατηφόρα, ενώ το χαστούκι, αν υπάρχει η προδιάθεση, μπορεί να σε ξυπνήσει. Συνειδητοποιήσαμε ότι ουσιαστικά δεν υπήρξαμε ποτέ μας αυτόνομοι κι ότι η εξάρτησή μας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που τώρα πια έγινε αντιληπτή από όλους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, υπήρχε πάντα. Ποτέ δεν αποφασίζαμε για τους εαυτούς μας. Από το τι θα φορέσουμε, το πώς θα ψυχαγωγηθούμε ώς το πώς θα σκεφτόμαστε και τι θα επιθυμούμε. Η μεγαλύτερή μας βλακεία υπήρξε ότι νιώθαμε πάντα την ανάγκη για σωτήρες, ενώ δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σε σώσει. Το μόνο που μπορεί κανείς να σώσει είναι τον εαυτό του και το πολύ πολύ τους γύρω του. Ακόμη και το παρελθόν μας, που δικαιολογημένα υπερηφανευόμαστε γι’ αυτό, έγινε ο βραχνάς και το βάσανό μας.n