Ο ήρωας του βιβλίου του Κώστα Ακρίβου (που έχει τίτλο «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Μεταίχμιο) αποφασίζει, σε αυτή την εποχή της κρίσης, να γυρίσει την Ελλάδα, μήπως και καταφέρει να ξεπεράσει την απαισιοδοξία του, μήπως και καταφέρει να ξαναβρεί τη χαμένη έμπνευσή του.

Η Ελλάδα είναι ένας τόπος με πολλή ιστορία, συχνά και πολύ πυκνή παρότι χρονικά εκτεταμένη, έχει όμως και πολλές ιστορίες να αφηγηθεί. Κάθε μικρή πόλη, κάθε χωριό σχεδόν έχουν τις δικές τους ιστορίες, ιστορίες άλλοτε ξεχασμένες, άλλοτε όχι, ιστορίες που μπορεί να είναι αρχαίες, ρωμαϊκές, βυζαντινές, οθωμανικές, του 19ου αιώνα ή του 20ού, ιστορίες που αν τις σκαλίσεις φτιάχνουν ένα τοπίο λιγότερο απαισιόδοξο, ένα τοπίο πλούσιο, εμψυχωτικό αλλά και λογοτεχνικά γόνιμο. Η επιτυχία του βιβλίου του Ακρίβου είναι ακριβώς αυτή: κάτω από κάθε πέτρα, πίσω από τους ανδριάντες και τα μνημεία σε κάθε γωνιά της χώρας, κρύβονται ανθρώπινα πάθη και μικροψυχίες, αλλά και επιτεύγματα και ανδραγαθήματα και ατομικές ανατάσεις που κάνουν τον τόπο να συνεχίσει να αναπνέει, πέρα από την όποια συμπεριφορά μιας συχνά ανάλγητης εξουσίας.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η αντιπαράθεση του ατομικού επιτεύγματος απέναντι στην κρατική φαυλότητα αποτελεί κλισέ και τρόπο παραγραφής των ευθυνών της κοινωνίας. Ο Ακρίβος δεν επιλέγει όμως για ήρωές του τα αυτονόητα παραδείγματα ηρωισμού και ατομικής ανάδειξης. Επιλέγει λ.χ. αντί για τον Οδυσσέα τον Παλαμήδη. Τον γιο του Ναυπλίου που επινόησε μέτρα και σταθμά, διαίρεσε το έτος σε μήνες και εποχές, εφηύρε επιτραπέζια παιχνίδια, πρόσθεσε το γράμμα «Υ» στο αλφάβητο, επισκίασε αρχικά όλους τους στρατηγούς στην Τροία, αντιμετώπισε επιδημία λοιμού με τις ιατρικές του γνώσεις, αλλά συκοφαντήθηκε από τον Οδυσσέα και εκτελέστηκε.

Δεν μιλάει για τη Σπάρτη αλλά για τις γειτονικές Αμύκλες, που δεν κατοικούνταν από Δωριείς –προϋπήρχαν εκεί –και που χάθηκαν από την υπερβολική αφοσίωση στον νόμο. Είχαν ψηφίσει έναν νόμο που απαγόρευε τις διαδόσεις για επίθεση των Σπαρτιατών γιατί κάθε τόσο κυκλοφορούσαν σχετικές φήμες που παρέλυαν την πόλη. Οταν όμως πράγματι οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν, κανείς δεν ανήγγειλε το γεγονός από φόβο παραβίασης του νόμου και έτσι η πόλη έπεσε αμαχητί.

Δεν μιλάει για κάποιον οπλαρχηγό της Πελοποννήσου, αλλά επιλέγει από τη Βυτίνα τον Παναγιώτη Ποταγό, γιατρό, φιλόσοφο και εξερευνητή του 19ου αιώνα που έκανε αδιανόητα για την εποχή ταξίδια σε Ιράκ, Περσία, Αφγανιστάν, Μογγολία, Βόρεια Κίνα αλλά και Κεντρική Αφρική και Κονγκό, έγραψε μετά ένα περίφημο βιβλίο με τίτλο «Περίληψις περιηγήσεων» που όμως το ελληνικό κράτος δεν ήθελε στην αρχή να εκδώσει και ο οποίος σήμερα είναι ξεχασμένος ακόμη και από τους κατοίκους της Βυτίνας.

Και επιλέγει και το πιο παράξενο, ίσως, μνημείο της Κεντρικής Ελλάδας, τον Ιρενί Τεκέ στην Ασπρόγεια Φαρσάλων. Οι Μπεκτασήδες, το αιρετικό τάγμα δερβίσηδων που έφτιαξε ένα ιδιότυπο θρησκευτικό χαρμάνι ακόμη και με χριστιανικά στοιχεία (πιστεύουν σε έναν αδιαίρετο τριαδικό Θεό και στους δώδεκα ιμάμηδες) και του οποίου τα μέλη φορούσαν σκουλαρίκι στο δεξί αυτί, είχαν φτιάξει εκεί ένα μοναστικό συγκρότημα λειτουργικό μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου του 1972, όταν κοιμήθηκε ο τελευταίος ηγούμενος, ο Baba Seid, τον οποίο έκλαψε όλη η Ασπρόγεια, μαζί και ο παπάς του χωριού που ήταν στενός του φίλος.

Τέτοιους αφανείς ήρωες και τέτοιες αφανείς για τους περισσότερους ιστορίες περιγράφει ο Κώστας Ακρίβος σε μια εμφανή προσπάθεια να αναζητήσει τα υπόγεια ρεύματα της μεγάλης Ιστορίας, τα νήματα που μπορούν να μας οδηγήσουν στο ξεπέρασμα της σημερινής υπαρξιακής, πάνω από όλα, κρίσης. Ο συγγραφέας ήρωάς του, διαβάζοντας εφημερίδες και βιβλία, επισκεπτόμενος στεριές και θάλασσες, καθοδηγούμενος και από έναν φύλακα – άγγελο που αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου και ο οποίος τον υποβοηθά στέλνοντάς του υλικό με το συμβατικό και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κατορθώνει, αφού πρώτα πέσει σε κατάθλιψη, να σηκωθεί και πάλι κόντρα σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Το υβριδικό αυτό βιβλίο – μυθιστόρημα, που φτιάχνεται με τα υλικά της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, του χρονικού, της δάνειας πεζογραφίας και ποίησης, της ιστορίας και της λαογραφίας, δεν απαντάει ευθέως στο αρχικό προκλητικό του ερώτημα, καλεί όμως τον σημερινό Ελληνα να αντλήσει από τις εφεδρείες της ψυχής του και τις σκιασμένες γωνιές της, να βρει τα παραδείγματα που θα τον σηκώσουν ξανά όχι στην πρόχειρη ρητορεία και τα στερεότυπα, αλλά σε ένα παρελθόν πιο πολύπλοκο, που πρέπει να το σκαλίσει ο ίδιος για να απολαύσει τους καρπούς του. Αυτή η διαδικασία μύησης τελειώνει μάλλον αισιόδοξα και με ένα λογοτεχνικό κλείσιμο ματιού: μια ομάδα νέων αντλεί από το παράδειγμα του Αυστριακού Αλφόνς Χοχάουζερ, ήρωα του προηγούμενου βιβλίου του Ακρίβου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Πήλιο και φτιάχνει μια εντελώς διαφορετική των συνηθισμένων τουριστική επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο ο Ακρίβος υποδηλώνει ότι όλες αυτές οι ιστορίες που αφηγήθηκε δεν είναι μόνο παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγή, είναι κατ’ αρχήν σπουδαίο λογοτεχνικό υλικό που υπηρετεί και την αυτονομία της λογοτεχνίας, μακριά από επικαιρικές συνδηλώσει. Από αυτή την άποψη, με τόσες ιστορίες να μπορούν να ειπωθούν, ο εγχώριος λογοτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι τυχερός που είναι Ελληνας…