Τι θέση έχει το συναίσθημα της συμπόνιας σε μια κοινωνία που μεριμνά για την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση των μελών της; Το βιβλίο της Μιριάμ Ρεβό Ντ’ Αλόν ερευνά τη σχέση πολιτικής και συναισθημάτων στο πλαίσιο των εξισωτικών συνθηκών της σύγχρονης δημοκρατίας με έμφαση στην έννοια της ενσυναίσθησης (empathy). Η αφετηρία της ανάλυσης της Ρεβό Ντ’ Αλόν είναι ότι η συμπόνια και η καλοσύνη όχι μόνο δεν αντιστρατεύονται τον ορθολογισμό της πολιτικής, αλλά συγκροτούν ηθικά τον δημόσιο χώρο και λειτουργούν ανασταλτικά στον υποβιβασμό της πολιτικής στο επίπεδο της τεχνικής διαχείρισης. Η συμπόνια σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο δεν ταυτίζεται με την κοινωνική αναγνώριση/υπόσταση. Στερείται μεν πολιτικότητας, αλλά η ανθρωπολογική-ηθική διάστασή της είναι το θεμέλιο της κοινωνικής αμοιβαιότητας.

Η Ρεβό Ντ’ Αλόν προσεγγίζει τη συμπονετική ορμή υπό το πρίσμα του στόχου της επανένταξης των «αποκλεισμένων» στον δημόσιο χώρο. Η κύρια δυσκολία εντοπίζεται στην αντικειμενικά μειωμένη ικανότητά τους να αρθρώσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους στον χώρο του κοινού πράττειν. Κάποιος που αγωνίζεται να εξασφαλίσει την επιβίωσή του εμφανίζει τάσεις αναδίπλωσης, δεν ενδιαφέρεται να απολαύσει το δημόσιο. Το κύριο ερώτημα στο οποίο επιχειρεί να απαντήσει η Ρεβό Ντ’ Αλόν είναι πώς αντιμετωπίζει μια δημοκρατική κοινωνία αυτό το διττό στίγμα της φτώχειας: την εξαθλίωση που συνοδεύεται από την «κοινωνική α-ορατότητα».

Σήμερα, εξαιτίας του εξισωτικού υπόβαθρου της μοντέρνας δημοκρατίας οι δεσμοί των ανθρώπινων συναισθημάτων διευρύνονται. Η ευαισθησία που εκδηλώνουμε δεν περιορίζεται στην οδύνη των δικών μας ανθρώπων, αλλά περιλαμβάνει και την οδύνη όλων των ίσων κοινωνικά, ανεξάρτητα από τη χωροχρονική απόσταση που μας χωρίζει. Η αρνητική όψη αυτής της πραγματικότητας, που έχει τις ρίζες της στη «γενική αρχή του ομοίου», έγκειται στην προαγωγή μιας υπερβολικής εγγύτητας που οδηγεί στη συγχώνευση του εγώ και του άλλου σε μια λογική καθολίκευσης: «Ολοι όμοιοι» σημαίνει «κανένας όμοιος». Μέσα σε μια αδιαφοροποίητη μάζα, οι μοναδικές πραγματικότητες των ατόμων ενδιαφέρουν ελάχιστα.

Η συμπονετική στάση που υιοθετείται από τους πολιτικούς εν γένει απαντά κατ’ εξοχήν σε αυτή την προσδοκία της ομοιότητας: το «είμαι ένας από σας» είναι η σύγχρονη νομιμοποιητική βάση διεκδίκησης της εξουσίας. Η αποπροσανατολιστική λειτουργία της επίκλησης του συναισθήματος, όποιο κι αν είναι αυτό (οργή, αγανάκτηση, συμπόνια), στο όνομα της εγγύτητας που –υποτίθεται ότι –αντικαθιστά τον ελιτισμό, δύσκολα γίνεται αντιληπτή από κάποιον που έχει εκ των πραγμάτων «εγκλωβιστεί» στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών.

Η ανάγκη των εξαθλιωμένων να προσελκύσουν το ενδιαφέρον με κάθε τρόπο καταλήγει στη μετατροπή του δημόσιου χώρου σε τόπο όπου ο καθένας καταθέτει τα προσωπικά του βάσανα και παράπονα, αντί να συμμετέχει επί ίσοις όροις στον διάλογο για τα ζωτικής σημασίας ζητήματα του συλλογικού βίου. Η κριτική περί ελιτισμού που ασκείται στην προσέγγιση αυτή εδράζεται στην υποτίμηση της συμμετοχικής διάστασης και της ανάγκης των αποκλεισμένων να κάνουν ορατά τα προβλήματά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η «συμμετοχή» ερμηνεύεται ως αντίβαρο στην κρίση νομιμοποίησης της δημοκρατίας και ως διαδικασία γεφύρωσης της απόστασης που μεσολαβεί μεταξύ των θεσμών και των πολιτών. Οχι ως η ύστατη προσπάθεια των εξαθλιωμένων να εισακουστούν. Ομως η πρόσληψη της συμμετοχής ως έχουσα αξία per se, «η συμμετοχή για τη συμμετοχή», αποτελεί στείρο ιδεαλισμό και υποκρύπτει αδιαφορία και απάθεια απέναντι στις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματώνεται.

Καθήκον των πολιτικών, υποστηρίζει η Ρεβό Ντ’ Αλόν δεν είναι να συνεπικουρούν τα παράπονα των βασανισμένων ούτε να διακηρύσσουν την απάλυνση του πόνου ως στρατηγικού στόχου. Αντίθετα, αποτελεί υποχρέωσή τους η οικοδόμηση ενός πλαισίου που ορίζεται από τις αρχές της δικαιοσύνης, της ισότητας των ευκαιριών και της κοινωνικής κινητικότητας, εντός του οποίου οι πολίτες ελεύθερα θα επιδιώξουν την ευτυχία. Η πολιτική αποτελεσματικότητα δεν αποτυπώνεται στις ad hoc λύσεις σε ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά σε μια συνολική λύση που εγγράφεται στη διάρκεια μέσω των θεσμών.

Η δημοσιοποίηση των ιδιωτικών υποθέσεων διά της τηλεοπτικής οδού εντάσσει κάθε πρόβλημα σε ένα πλαίσιο κατεπείγοντος που ακυρώνει εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα συνολικότερων προσεγγίσεων.

Η υιοθέτηση μακροπρόθεσμων δράσεων για τις ευάλωτες κατηγορίες, λ.χ. τους αστέγους, περνά σε δεύτερο πλάνο. Η ανάγκη για συμμετοχή ικανοποιείται, προσλαμβάνει όμως χαρακτηριστικά εκτόνωσης.