Η Αλις Μονρό δεν ήξερε ότι είχε κερδίσει το Νομπέλ. Ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Πέτερ Ενγκλουντ δεν την είχε βρει, ως είθισται, και της είχε αφήσει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή της το οποίο εκείνη δεν άκουσε. Ετσι, όταν χθες στις 2 το μεσημέρι ανακοινώθηκε ότι το φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας πηγαίνει σε εκείνην, η Μονρό κοιμόταν –στον Καναδά ήταν βαθιά νύχτα. Η κόρη της το έμαθε πρώτη και την ξύπνησε. «Ηταν τρομερή έκπληξη και χάρηκα πάρα πολύ», είπε η ίδια.
Η ιδέα ενός Νομπέλ είχε βέβαια περάσει από το μυαλό της, σαν «ένα από αυτά τα ονειροπολήματα που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αλλά πιθανότατα δεν θα γινόταν».

Η 82χρονη Αλις Μονρό είναι η πρώτη συγγραφέας από τον Καναδά που κερδίζει Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το Νομπέλ του Σολ Μπέλοου, που γεννήθηκε στον Καναδά αλλά μεγάλωσε στο Σικάγο, καταχωρίζεται στις ΗΠΑ.

Η Σουηδική Ακαδημία, στη λιτή ανακοίνωσή της, είπε ότι βραβεύει «έναν μετρ του σύγχρονου διηγήματος». Ο Πέτερ Ενγκλουντ πρόσθεσε ότι «πήρε μια καλλιτεχνική φόρμα, το διήγημα, που έχει κάπως επισκιαστεί από το μυθιστόρημα, και το καλλιέργησε σε βαθμό σχεδόν τελειότητας».
Και, πράγματι, η Μονρό δεν είχε ποτέ μπει στον πειρασμό του μυθιστορήματος. Αρχισε να γράφει ήδη στην εφηβική της ηλικία, πάντοτε διηγήματα –πολλά από αυτά είναι, πάντως, αρκετά εκτενή, είναι δηλαδή νουβέλες. Στη συνείδηση των συμπατριωτών της είναι «ο Τσέχοφ του Καναδά».
Εχει πάρει τρεις φορές το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο του Καναδά, το Governor General’s Prize, ενώ το 2009 πήρε και το μεγαλύτερο βρετανικό βραβείο, το Man Booker International Prize για το σύνολο του έργου της. Είναι δε η 13η γυναίκα που βραβεύεται με Νομπέλ, σε σύνολο 110 έως τώρα βραβεύσεων.

Η ίδια, που έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερις συλλογές διηγημάτων, δήλωσε μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της «Dear Life» (2012) ότι μάλλον αυτό θα είναι και το τελευταίο.

Είναι καλό να σταματάς με μία ξαφνική απόφαση, είπε σε συνέντευξή της σε καναδική εφημερίδα. «Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει να γράφω, είναι που φτάνεις σε ένα στάδιο που βλέπεις τη ζωή σου διαφορετικά. Ισως, όταν είσαι στην ηλικία μου, δεν θέλεις να μένεις πια τόσο μόνος όσο μόνος πρέπει να μένει ένας συγγραφέας».
Εχει εξάλλου ταλαιπωρηθεί και με την υγεία της, με έναν καρκίνο προ τριετίας και ένα μπάι πας έπειτα από καρδιακή προσβολή.
Η συστολή της απέναντι στη δημοσιότητα είναι παροιμιώδης. Δεν είναι κοσμική, δεν εμφανίζεται καν συχνά δημόσια, ούτε κάνει περιοδείες για την προώθηση των βιβλίων της. Ζει στο Κλίντον, στο Νοτιοδυτικό Οντάριο, κοντά στα μέρη όπου μεγάλωσε και τα οποία περιγράφει στα βιβλία της.
«Η Μονρό έχει επαινεθεί για το καθαρό ύφος και τον ψυχολογικό της ρεαλισμό», γράφει η Σουηδική Ακαδημία στα στοιχεία του βιογραφικού της. «Οι ιστορίες της λαμβάνουν χώρα συνήθως σε μικρές πόλεις, όπου η μάχη των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή οδηγεί συχνά σε προβλήματα σχέσεων και σε ηθικές συγκρούσεις, ζήτημα που έχει να κάνει με διαφορές γενεών ή με αντικρουόμενα σχέδια ζωής».
Οπως το περιγράφει η ίδια η Μονρό, «δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα θέματα. Τα μείζονα ζητήματα, οι δαίμονες που υπάρχουν στον κόσμο, έχουν άμεση σχέση με τον δαίμονα που υπάρχει γύρω από ένα τραπέζι φαγητού, όταν οι άνθρωποι προκαλούν διάφορα πράγματα ο ένας στον άλλον».

Η ίδια μεγάλωσε στην περιοχή του Οντάριο (γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1931 στο Γουίνχαμ), η μητέρα της ήταν εκπαιδευτικός και ο πατέρας της ασχολιόταν με αλεπούδες. Ηταν μια συντηρητική μικρή πόλη την οποία περιγράφει στα πρώτα της διηγήματα. Μετά το σχολείο ξεκίνησε σπουδές δημοσιογραφίας και αγγλικής φιλολογίας, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε λόγω του γεγονότος ότι παντρεύτηκε (τον Τζιμ Μονρό, το 1951). Εγκαταστάθηκε στη Βικτόρια και άνοιξε με τον σύζυγό της βιβλιοπωλείο, το οποίο υπάρχει ακόμα. Πουλούσε κυρίως βιβλία τσέπης, τα οποία οι περισσότεροι βιβλιοπώλες της εποχής περιφρονούσαν. Και ενώ είχε αρχίσει να γράφει νωρίς, την πρώτη της συλλογή τη δημοσίευσε το 1968. Ηταν το βιβλίο «Dance of the Happy Shades», το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής στον Καναδά.

Πολύ αργότερα έκανε δεύτερο γάμο, με τον γεωγράφο Τζέρι Φρέμιν, παλαιό συμφοιτητή της που συνάντησε ξανά.

Το γεγονός που θεωρεί ότι επέδρασε σημαντικά στη ζωή της ήταν η κοινωνική επανάσταση της δεκαετίας του 1960. «Εχοντας γεννηθεί το 1931, ήμουν κάπως μεγάλη τότε, αλλά όχι υπερβολικά μεγάλη, και οι γυναίκες σαν κι εμένα έπειτα από ένα-δύο χρόνια το αποφάσισαν να αλλάξουν και άρχισαν να κυκλοφορούν με μίνι φούστες», είπε κάποτε. Η ζωή και τα διλήμματα των γυναικών και των κοριτσιών καταλαμβάνει, άλλωστε, μεγάλο κομμάτι του έργου της.

Μόλο που τις τελευταίες ημέρες το όνομά της είχε αρχίσει να ακούγεται στις υποψηφιότητες του εφετινού Νομπέλ, λίγοι το πίστευαν ότι θα συνέβαινε. Ενας λόγος, που προβάλλει, λ.χ., ο δημοσιογράφος του BBC Γουίλ Γκόμπερτς, είναι ότι «δεν είναι ανοιχτά πολιτική και τελευταία τα Νομπέλ είχαν την τάση να πηγαίνουν σε πολιτικούς συγγραφείς». Ταυτόχρονα διευκρινίζει όμως ότι «είναι συγγραφέας που πηγαίνει στην καρδιά του ανθρώπινου στοιχείου». Και η ίδια, πάντως, έχει πει με σεμνότητα ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της πραγματικό διανοούμενο. Οσο για την επιτυχία της, πάλι με σεμνότητα λέει: «Ηρθε επειδή δεν είχα άλλα ταλέντα και αφοσιώθηκα σε αυτό».

Το χρηματικό έπαθλο είναι 8 εκατομμύρια κορόνες, περίπου 910.000 ευρώ. Η απονομή θα γίνει στη Στοκχόλμη στις 10 Δεκεμβρίου, ημέρα του θανάτου του Αλφρεντ Νομπέλ.