Για τον βιασμό της, σε ηλικία 20 ετών στη Νέα Υόρκη, υπό την απειλή μαχαιριού, μιλάει για πρώτη φορά η Μαντόνα σε προσωπικό της άρθρο, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Harper’s Bazaar.

Η διάσημη τραγουδίστρια της ποπ περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μόλις έφτασε στην αμερικανική μεγαλούπολη, με μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, από τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, σε ηλικία 20 ετών.

«Η Νέα Υόρκη δεν ήταν ακριβώς όπως την περίμενα. Δεν με υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες. Τον πρώτο χρόνο με λήστεψαν υπό την απειλή όπλου. Με βίασαν σε μια ταράτσα, όπου με πήγαν με την απειλή ενός μαχαιριού στην πλάτη μου και διέρρηξαν το διαμέρισμά μου τρεις φορές. Δεν ξέρω γιατί, δεν είχα τίποτα πολύτιμο μέσα, μιας και είχαν ήδη κλέψει το ραδιόφωνό μου την πρώτη φορά» γράφει η Μαντόνα.

Στη συνέχεια, η Μαντόνα λέει πως εκείνα τα χρόνια, έκανε ότι μπορούσε για να κρατήσει μακριά της τους άντρες. «Δεν ξύριζα τις μασχάλες μου ούτε τα πόδια μου, δεν φορούσα μέικαπ, έβαζα κάτι μαντήλια γύρω από το κεφάλι μου. Οι περισσότεροι με περνούσαν για παράξενη. Δεν είχα πολλούς φίλους. Αλλά τελικά, αυτό ήταν πολύ καλό γιατί όταν δεν είσαι δημοφιλής και δεν έχεις κοινωνική ζωή, έχεις περισσότερο χρόνο για να εστιάσεις στο μέλλον σου».

Στο ίδιο κείμενο, περιγράφει τις δυσκολίες που συνάντησε όταν μετακόμισε στην Αγγλία μετά τον γάμο της με τον Γκάι Ρίτσι.

«Επειδή μιλάμε την ίδια γλώσσα, δεν σημαίνει ότι ‘μιλάμε’ την ίδια γλώσσα. Δεν κατανοούσα ότι υπήρχε ακόμη ταξικός διαχωρισμός. Δεν καταλάβαινα την κουλτούρα της παμπ. Δεν καταλάβαινα την αποδοκιμασία απέναντι στο να είσαι φανερά φιλόδοξος. Για άλλη μια φορά ένιωθα μοναξιά. Αλλά τελικά βρήκα το δρόμο μου και κατάφερα να αγαπήσω το βρετανικό πνεύμα, την γεωργιανή αρχιτεκτονική, την κολλώδη πουτίγκα και την βρετανική εξοχή. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την βρετανική εξοχή» λέει.

Η Μαντόνα αποκαλύπτει επίσης, τα συναισθήματά της για την επίθεση που δέχθηκε από πολλούς όταν υιοθέτησε τον γιο της Ντέιβιντ από το Μαλάουι.

«Με κατηγόρησαν για απαγωγή, για παιδικό τράφικινγκ, ότι εκμεταλλεύτηκα την φήμη μου για να παρακάμψω την «ουρά», ότι δωροδόκησα κυβερνητικούς αξιωματούχους, με κατηγόρησαν για μαγεία και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου» γράφει.

«Αυτή η εμπειρία μου άνοιξε τα μάτια. Μια δυσάρεστη στιγμή στη ζωή μου. Μπορούσα να αντέξω την σκληρή κριτική για την προσποίηση αυνανισμού πάνω στην σκηνή ή για την έκδοση του βιβλίου μου «Sex», ή ακόμη και το για φιλί μου με την Μπρίτνι Σπίαρς, αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι θα με τιμωρούσαν επειδή προσπάθησα να σώσω τη ζωή ενός παιδιού. Όπως και να’ χει, πέρασε. Επιβίωσα».