Ενα βιβλίο ιστορίας που αρχίζει με ένα μάθημα γεωμετρίας, συνεχίζει με τις Δέκα Εντολές για να δηλώσει κατόπιν ότι οι βάρβαροι γερμανοί πολεμιστές που εισέβαλαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προτιμούσαν τον πόλεμο από το όργωμα της γης είναι μάλλον ασυνήθιστο, πόσω μάλλον όταν υποστηρίζει ότι η σύνθεση αυτών των στοιχείων οδήγησε τελικά στη δημιουργία του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Η «Σύντομη Ιστορία της Ευρώπης» του αυστραλού πανεπιστημιακού Τζον Χιρστ, ενός από τους πλέον καινοτόμους και διεισδυτικούς ιστορικούς της Αυστραλίας, είναι ένα ευσύνοπτο και ευανάγνωστο βιβλίο, το οποίο, όπως εξηγεί στον πρόλογό του ο συγγραφέας, προέκυψε έπειτα απόμια σειρά διαλέξεων σε φοιτητές.

Το βασικό επιχείρημα του Χιρστ παρουσιάζεται στις πρώτες κιόλας αράδες του βιβλίου. «Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι μοναδικός επειδή είναι ο μόνος πολιτισμός που επιβλήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο. Το πέτυχε με κατακτήσεις, εγκαταστάσεις πληθυσμών, με την οικονομική του ισχύ αλλά και τη δύναμη των ιδεών του, και επειδή διέθετε στοιχεία επιθυμητά σε όλους τους άλλους. Σήμερα όλες οι χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν τις ανακαλύψεις της επιστήμης και την τεχνολογία που απορρέει από αυτήν –και η επιστήμη ήταν επινόηση ευρωπαϊκή», γράφει. Κατόπιν όμως ασχολείται λιγότερο με την απόδειξη του επιχειρήματός του και περισσότερο με την παρουσίαση καινοτομιών, όπως τα μαθηματικά και η φυσική, ένα αμάλγαμα θρησκευτικών ιδεών, τα συστήματα διακυβέρνησης, οι οικονομικές εξελίξεις, η εκβιομηχάνιση και ο διαφωτισμός.

Τα δύο πρώτα κεφάλαια σκιαγραφούν ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους ενώ τα υπόλοιπα την επαναδιαπραγματεύονται εστιάζοντας σε διαφορετικά θέματα, όπως η εξέλιξη των μορφών της διακυβέρνησης, η προέλευση των ευρωπαϊκών γλωσσών, τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων, οι επιδρομές και οι κατακτήσεις που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ηπείρου. Τέλος, η τρίτη έκδοση συμπληρώνεται με μία ακόμη ενότητα γύρω από τη Βιομηχανική Επανάσταση, τη Ρωσική Επανάσταση και τους δύο καταστρεπτικούς Παγκοσμίους Πολέμους.

Η παιδαγωγική διάσταση του βιβλίου είναι εμφανής. Σαφώς εκλαϊκευμένη, με πολλά χιουμοριστικά στοιχεία και πικάντικες λεπτομέρειες, η αφήγηση της Ιστορίας γίνεται με τρόπο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη έως το τέλος. Είναι πιθανό πάντως κάποιοι ιστορικοί να απορρίψουν το εγχείρημα του Χιρστ θεωρώντας ίσως ότι ρίχνει το βάρος του περισσότερο στην αφηγηματική ικανότητα και λιγότερο στη διερεύνηση του ιστορικού υλικού.

Σε κάθε περίπτωση, η προσέγγιση του συγγραφέα είναι οξυδερκής, προκλητική και σε μεγάλο βαθμό διαφωτιστική για το ευρύ κοινό, μπορεί άλλωστε να γίνει αφετηρία για μια πιο εκτεταμένη έρευνα γύρω από αυτό που είναι σήμερα η Ευρώπη. Ειδικά για τον έλληνα αναγνώστη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η οπτική του για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και για τη σχέση του χριστιανισμού με την αρχαιότητα.

Τα βασικά θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, λέει ο Τζον Χιρστ, είναι οι γνώσεις που κληροδοτήθηκαν από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, η επικράτηση του χριστιανισμού και η κουλτούρα των γερμανών πολεμιστών που κατέλυσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

«Από τη σκοπιά των Ελλήνων ο κόσμος είναι απλός, βασισμένος στη λογική και τα μαθηματικά. Από τη σκοπιά των χριστιανών ο κόσμος είναι κακός και μόνο ο Χριστός σώζει. Από τη σκοπιά των Γερμανών, ο πόλεμος είναι διασκέδαση. Αυτό είναι το απίθανο μείγμα που ενώνεται για να φτιάξει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό», γράφει, πράγμα που λειτούργησε κατά τον Μεσαίωνα. Μετά το 1400 όμως η περίεργη συμμαχία «Γερμανών, Ρωμαίων και χριστιανών» αρχίζει να σημειώνει ρωγμές.

Ο Χιρστ χρησιμοποιεί διαγράμματα, χάρτες, πίνακες αλλά και εικόνες-κλειδιά. Για παράδειγμα, αναφέρεται σε τρία γλυπτά που απεικονίζουν «την τριπλή μετατόπιση [της Ευρώπης] από το κλασικό στο μεσαιωνικό και στο σύγχρονο» και το πέρασμα από το γυμνό σώμα στο καλυμμένο και ξανά στο γυμνό. Στον Ερμή του Πραξιτέλη με τον Διόνυσο μωρό «το ανθρώπινο σώμα είναι αντικείμενο ομορφιάς και η τελειότητα είναι επινόηση ελληνική». Στο γλυπτό από τις μπρούτζινες πύλες του καθεδρικού ναού του Χίλντεσχάιμ στη Γερμανία, που αντιπροσωπεύει την μεσαιωνική ματιά, ο Αδάμ και η Εύα αλληλοκατηγορούνται, ντρέπονται για τη γύμνια τους και προσπαθούν να την καλύψουν, πράγμα που ενσαρκώνει «τη χριστιανική διδασκαλία ότι το σώμα είναι κακό, πηγή αμαρτίας», ενώ στη συνέχεια, κατά την Αναγέννηση, ο γυμνός Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου προαναγγέλλει το μοντέρνο και την επιβεβαίωση της ανθρώπινης τελειότητας, καθώς «ενσαρκώνει κάτι υψηλόφρον, ευγενές και ωραίο».

Χρησιμοποιεί επίσης μια σειρά από «μηνύματα» για να ορίσει την ουσία της Ευρώπης καθώς αυτή εξελίσσεται. Για παράδειγμα, το μήνυμα της Μεταρρύθμισης (16ος αιώνας) είναι ότι «ο χριστιανισμός δεν είναι ρωμαϊκός», του Διαφωτισμού (18ος) ότι «θρησκεία σημαίνει δεισιδαιμονία» και του Ρομαντισμού (18ος-19ος) ότι «ο πολιτισμός είναι τεχνητός». Ενώ περιγράφει και την εξέλιξη στις μορφές διακυβέρνησης, από την αθηναϊκή δημοκρατία στους ρωμαϊκούς θεσμούς και το ρωμαϊκό δίκαιο, στη φεουδαρχία και την άνοδο των κοινοβουλίων. Επισημαίνει ότι η σχετική αδυναμία των φεουδαρχών –που τους ανάγκαζε να εξασφαλίζουν την υποστήριξη κλήρου και ευγενών –επέτρεψε την ανάπτυξη άλλων κέντρων εξουσίας, όπως οι δήμαρχοι και τα συμβούλια των πόλεων.

Σε άλλο κεφάλαιο μας προσκαλεί να εξετάσουμε διαχρονικά τους «απλούς ανθρώπους»: είναι «ρυπαροί, δύσοσμοι και δυσάρεστοι στην όψη διότι είναι υποσιτισμένοι, εξαντλημένοι και τσακισμένοι από την αρρώστια, σημαδεμένοι από τη σκληρή δουλειά και παραδομένοι στο έλεος των καιρικών συνθηκών. Η μοίρα τους είναι τόσο προβλέψιμη και οικεία, ασχολούνται διαρκώς με το ίδιο πράγμα επί αιώνες. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι απλοί άνθρωποι παράγουν τροφή».

Γύρω στο 476 μ.Χ. όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έσβηνε, το 95% των ανθρώπων ζούσε στην ύπαιθρο. Τα πράγματα άλλαξαν ελάχιστα μέχρι το 1800, όταν το ποσοστό του πληθυσμού της υπαίθρου της Δυτικής Ευρώπης ήταν περίπου 85%. Μοναδική εξαίρεση η Αγγλία: το 1850 ο μισός πληθυσμός της είχε ήδη συγκεντρωθεί στις πόλεις. Η Βιομηχανική Επανάσταση ακολούθησε την Αγροτική.«Οι κοινωνικές αλλαγές που επέφεραν οι δύο επαναστάσεις υπήρξαν τραυματικά γεγονότα. Ωστόσο, το πρώτο αστικό, βιομηχανικό έθνος τήρησε την υπόσχεση ότι οι απλοί άνθρωποι, που πάντα ζούσαν στα όρια της επιβίωσης και είχαν υποφέρει τα πάνδεινα, θα βίωναν μια ευημερία πέρα από τα όρια κάθε φαντασίας», τονίζει.