Η Διδώ Σωτηρίου οδηγεί προπολεμικά μοτοσικλέτα και ο Νίκος Γκάτσος ερωτεύεται, μέσα στην Κατοχή, την αδελφή της Αλκης Ζέη, Λενούλα, και της στέλνει ανθοδέσμες με κλωνάρια αμυγδαλιάς. Αργότερα θα αφιερώσει στα πράσινα μάτια της τη βασική ποιητική του σύνθεση, την «Αμοργό»

Το πώς μια κοπέλα διαφορετική από τις άλλες, η Διδώ, μπήκε στην οικογένεια της Αλκης, επηρεάζοντας καθοριστικά τη ζωή της, η συγγραφέας το περιγράφει αναλυτικά: η μητέρα της Αλκης Ζέη, η Ελλη, είχε μια φίλη από τη Σμύρνη, καθηγήτρια πιάνου, την Γκρατσιέλα, που έκανε μαθήματα στην Αλκη και στη μεγάλη της αδελφή Λενούλα. «Μας βασάνισε και τη βασανίσαμε πέντε ολόκληρα χρόνια να κάνουμε πιάνο κι ευτυχώς ήρθε η Κατοχή και πουλήθηκε το πιάνο στον φούρναρη και γλιτώσαμε κι εμείς και η Γκρατσιέλα». Η Γκρατσιέλα όμως ήταν και φίλη της Διδώς. «Της μαμάς της άρεσε πολύ και γίνανε φίλες. –Δεν βρίσκεις πως η Διδώ είναι καλή για τον Πλάτωνα; είπε μια μέρα η Γκρατσιέλα».

Ο Πλάτωνας ήταν ο δίδυμος αδελφός της μητέρας τής Αλκης Ζέη, της Ελλης.

«Το είπανε στη Διδώ κι εκείνη χαμογέλασε. –Αν είναι όμορφος και καλός σαν την Ελλη, τον παίρνω αμέσως.

Και μας τον πήρε.

Εμείς στην αρχή θυμώσαμε. Ο θείος Πλάτων ήταν δικός μας και για την ακρίβεια πιο πολύ δικός μου, αφού ήτανε και νονός μου. Τι γύρευε λοιπόν αυτή η ξένη ανάμεσά μας που ούτε γαλάζια μάτια είχε και η μύτη της ήταν στραβή. Αποφασίσαμε με τη Λενούλα πως δεν θα την πούμε ποτέ θεία, αλλά θα τη λέμε η γυναίκα του θείου Πλάτωνα. Ούτε δέκα μέρες δεν κράτησε η απόφασή μας. Η Διδώ μας κατάκτησε όλους, ακόμα και τον μπαμπά μας. Θεία δεν την είπαμε ποτέ, όχι μόνο γιατί ήτανε πολύ νέα αλλά γιατί διέφερε πολύ απ’ όλες μας τις θείες. Ετσι όλα τα ανίψια τη φωνάζαμε χαϊδευτικά «θείτσα.

Η θείτσα αυτή ήτανε δημοσιογράφος, έγραφε στην εφημερίδα «Ο Νέος Κόσμος» και έβαζε το όνομά της κάτω απ’ αυτά που έγραφε. Πράγμα που με εντυπωσίασε πολύ. Ακόμα, είχε ταξιδέψει στο Παρίσι και έφερε από ‘κεί έναν μπερέ που τον φορούσε στραβά στο κεφάλι. Μπορεί τα μάτια της να μην ήτανε γαλάζια αλλά σκούρα καστανά, βγάζανε όμως φωτιές όταν σε κοιτούσε.

Τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο Ελληνικό ερχότανε μαζί με τον νονό μου καβάλα σε μοτοσικλέτα. Ολοι απ’ τα γειτονικά σπίτια βγαίνανε στα παράθυρα να τη δούνε. Η μοτοσικλέτα είχε στο πλάι ένα καλάθι που καθότανε μέσα καμαρωτός ο Πλάτων, γιατί στη σέλα καθότανε η Διδώ που οδηγούσε. Φορούσε ζιπ κιλότ, δεν φορούσαν ακόμα παντελόνια οι γυναίκες, και φυσικά τον μπερέ της».

Μετά η «θείτσα» που οδηγούσε μοτοσικλέτα έγινε η διάσημη από τα βιβλία της, Διδώ Σωτηρίου.

Ισως και υπό τη δική της επήρεια, η Αλκη Ζέη ανακάλυψε νωρίς την κλίση της. Στην αρχή, με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο έγραφε δακρύβρεχτα γράμματα για λογαριασμό υπηρετριών της γειτονιάς της (προς τους αγαπημένους τους), που έγιναν και οι πρώτες της θαυμάστριες. Αργότερα, μαθήτρια πάντα, θα γράψει κουκλοθέατρο χάρη σε μια φωτισμένη καθηγήτριά της, σπουδασμένη στο Παρίσι. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Σε μια παράσταση κουκλοθεάτρου στο σχολείο, Κυριακή πρωί, με έργο που είχε γράψει η ίδια, η καθηγήτριά της επεφύλασσε στους μαθητές της μια έκπληξη πρώτου μεγέθους: κάλεσε και ήρθαν, ως κοινό, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάριος Πλωρίτης και ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο μετέπειτα σύζυγός της.

«Τα κορίτσια παίζανε με ενθουσιασμό», περιγράφει σήμερα. «Η Λένα ξεσάλωσε κυριολεκτικά κι εγώ καθόμουνα πίσω από το παραβάν και από μια τρύπα που είχαμε κάνει στο πανί έβλεπα το κοινό. Είδα τη Λενούλα που κοίταζε κάπου κι είχε ανοίξει δυο πήχες το στόμα της. Κατάλαβα, κοίταζε τον Γκάτσο. Υστερα πρόσεξα πως σ’ όλη την παράσταση κι ο Γκάτσος δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω της. Στο τέλος του έργου, όταν η Καλυψώ αυτοκτονεί λέγοντας «Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι», ώς τώρα αντηχεί στ’ αυτιά μου το γέλιο του Εμπειρίκου.

Χειροκροτούσανε θερμά κι οι κοπέλες βγήκανε να υποκλιθούν μπροστά στο παραβάν, με τις κούκλες στο χέρι όπως έκαναν πάντα. Εγώ έμεινα πίσω. Δεν έπαιζα, γιατί να υποκλιθώ; Ηρθε η Περράκη (σ.σ. η καθηγήτρια), με τράβηξε έξω: «Η συγγραφέας μας», είπε κι εγώ στεκόμουνα σαν αχυρένια κούκλα.

Τώρα πια δεν ήτανε οι υπηρετριούλες που με χειροκροτούσαν, ούτε μόνο τα παιδιά του σχολείου και οι δάσκαλοι. Ηταν άνθρωποι σπουδαίοι και δεν θα ήξερα πού να κρυφτώ αν δεν ερχόντανε να με αγκαλιάσουν, να με φιλήσουν, λες και ήμασταν φίλοι από καιρό».

Αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι λοιπόν διαμήνυσαν στη Λενούλα και την Αλκη ότι τις περίμεναν στου Λουμίδη να τις κεράσουν καφέ.

«Κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό με τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο. Τον κοίταξα κι εγώ. Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Εμοιαζε με ισπανό ευγενή. Μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

-Τι καθίσατε πλάι πλάι, εδώ δεν είναι σχολείο. Δεσποινίς μου, λέει στη Λενούλα και κάνει μια υπόκλιση σαν να ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ελάτε να καθίσετε δίπλα μου, και της προτείνει το χέρι. (…) Μια στιγμή ο Εμπειρίκος γυρίζει, την κοιτάζει και λέει: «Μην νομίζετε πως μου διέφυγαν αι ωραιόταται κάλτσαι που φορείτε». Η Λενούλα φορούσε κάτι άσπρες ριγωτές βαμβακερές κάλτσες. Ητανε η μεγάλη μόδα της Κατοχής. (…) Υστερα από λίγο ο Εμπειρίκος βάλθηκε να πειράζει τον Γκάτσο:

-Εσύ δεν πρόσεξες τας κάλτσας;

-Εγώ, Ανδρέα μου, προσέχω τους οφθαλμούς, απάντησε ατάραχος ο Γκάτσος».

Ακολούθησαν και άλλοι καφέδες στου Λουμίδη. Πριν κατέφθασαν επανειλημμένα στο σπίτι τεράστιες ανθοδέσμες με κλωνάρια αμυγδαλιάς και το σημείωμα: «Σε περιμένω. Ν.Γ.». Τις εξαφάνιζαν πριν εμφανιστεί ο μπαμπάς.

Και η Λενούλα αναποφάσιστη. Μια ημέρα ο Γκάτσος την πήρε απόμερα στου Λουμίδη και της είπε πολύ σοβαρά: «Αύριο το πρωί στις δέκα και τέταρτο θα περάσω έξω από το σπίτι σου. Αν είναι να πεις το ναι, να κρεμάσεις στο μπαλκόνι μια άσπρη πετσέτα. Αν δεν δω την πετσέτα, θα φύγω με το τρένο που πάει εργάτες στη Γερμανία και μπορεί να το ανατινάξουν». Η Λενούλα πήγε φουριόζα στο σπίτι και ζητούσε της μαμάς της μια άσπρη πετσέτα. Δεν είχαν, δανείστηκε από μια γειτόνισσα. «Από τότε τους έβλεπες χέρι χέρι, ένα πανέμορφο ζευγάρι που στον δρόμο γύριζαν οι περαστικοί και τους κοίταζαν. Ολη η Αθήνα τους καμάρωνε. Μόνο ο μπαμπάς μας δεν είχε πάρει είδηση», γράφει η Αλκη Ζέη.

Ο Νίκος Γκάτσος κυκλοφόρησε το 1943 την «Αμοργό», στις εκδόσεις Αετός, αφιερωμένη «Σ’ ένα πράσινο άστρο», δηλαδή στη Λενούλα με τα πράσινα μάτια. Της έδωσε το τρίτο αριθμημένο αντίτυπο με την αφιέρωση: «Σ’ εκείνη που στα χείλη της έγραψε ο κεραυνός το όνομά του»…