«Ράψ’ το εύκολα, φόρα το συνέχεια», έγραφαν τα φυλλάδια που συνόδευαν τα πατρόν ραπτικής βαμβακερών εμπριμέ φορεμάτων τη δεκαετία του ’50, προορισμένα για τις χαρούμενες συζύγους και νοικοκυρές των αμερικανικών προαστίων. Η Σοφία Λόρεν, βέβαια, το υποστήριξε καλύτερα περιδιαβαίνοντας στα σοκάκια της Υδρας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» το 1957.

Με ένα φόρεμα που ταίριαζε στην εποχή και στο σώμα της ιταλίδας ντίβας: μεσάτο και με βαθύ ντεκολτέ για να τονίζει τη σιλουέτα – κλεψύδρα της σταρ. Ηταν η «καλή πλευρά» της σφιχτής, ζορισμένης μεταπολεμικής πραγματικότητας.

Και αυτό το φόρεμα, γνωστό τότε ως «τσίτι», κατέληξε να χαρακτηρίζει τον πόθο για ανανέωση των μη προνομιούχων αλλά φιλάρεσκων γυναικών. Η ταπεινή προέλευση του ευτελούς υλικού, με το οποίο οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς της Λόρεν έραψαν με τα χέρια τους –και λιγότερο με τις ραπτομηχανές τους, λόγω οικονομικής δυσχέρειας -, καθιέρωσε το ευκολοφόρετο φόρεμα με τα μικρά διακριτικά μπουκέτα. Αυτή η σεμνή λιτότητά του έλαβε και την έγκριση της μεσογειακής οικογενειοκρατίας, επιτρέποντας στις γυναίκες της «φαμίλιας» να το έχουν για φόρεμα εντός του σπιτιού αλλά και για τις λειτουργίες της Κυριακής στην εκκλησία. Οταν οι συνθήκες ζωής επέτρεψαν να υπάρχει περίσσευμα χρόνου και χρήματος για οικογενειακές διακοπές, το «τσίτι» αναβαθμίστηκε: η κατ’ ευφημισμόν ορολογία της μόδας το βάφτισε «φόρεμα του ήλιου» (sundress). Και του ανέθεσε τον ρόλο της ανέμελης εμφάνισης, της απαλλαγμένης σθεναρών καθηκόντων διαμονής σε παραλίες και ακρογιαλιές. Εγινε το ανάλαφρο ρούχο των διακοπών που το σχέδιό του επιμένει να τονίζει διακριτικά τη σχέση του με τη θηλυκότητα.