Μια πόλη του κόσμου η πρωτεύουσα της Ελλάδας, ο δημιουργός της «Βιοτεχνίας υαλικών» τη μετέρχεται σαν μια γειτονιά αγγέλων αλλά και διαβόλων

Δεν υπάρχει έλληνας πεζογράφος, ακόμη και αν ζει στην περιφέρεια, που να μην υπάρχει μέσα σε μυθιστόρημά του έστω και μνεία της Αθήνας. Κάτι βέβαια που πολύ περισσότερο το υποθέτουμε παρά που είμαστε σίγουροι γι’ αυτό, αποκλείεται όμως να συμβαίνει διαφορετικά. Τότε προς τι η επιλογή του Μένη Κουμανταρέα και ο χαρακτηρισμός του ως κατεξοχήν «αθηναιογράφου» συγγραφέα; Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο ίδιος χωρίς να αρνείται τη συγκεκριμένη του ταυτότητα, διατηρεί ωστόσο και τις επιφυλάξεις του.

Οταν του μιλήσαμε για τη σειρά αυτή των «ΝΕΩΝ», μας υπαγόρευσε ένα διαφωτιστικότατο σημείωμα που το παραθέτουμε αυτούσιο: «Είμαι τόσο σεσημασμένος αθηναιογράφος ώστε λυπάμαι πολύ που σε ένα κομμάτι αφιερωμένο στην αγαπημένη μου και αδικημένη Αθήνα θα θυμίσω ότι δύο από τα τελευταία μου μυθιστορήματα, «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ» και «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο», ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε μια επαρχιακή πόλη της Νότιας Αγγλίας το πρώτο και σε ένα περιώνυμο λιμάνι της Νότιας Αμερικής το δεύτερο. Ωστόσο, ακόμη κι όταν γράφω για ξένους τόπους, είναι σαν να γράφω για την Αθήνα. Οπότε έχετε δίκιο να με συμπεριλαμβάνετε στους ραψωδούς του κλεινού άστεως. Ομως η περιοχή την οποία αγαπώ δεν είναι ούτε η Ακρόπολη ούτε η Πλάκα ούτε οι στύλοι του Ολυμπίου Διός. Προτιμώ τους πεσμένους στύλους που άλλοτε υποστήριζαν την εκπεσούσα αστική τάξη της Πλατείας Βικτωρίας και των πέριξ».

Εντούτοις, με αντιρρήσεις ή δίχως αυτές από τον ίδιο τον δημιουργό, ο Μένης Κουμανταρέας παραμένει ένας χαρτογράφος, ένας απομνηματογράφος και κυρίως ραβδοσκόπος της φανερής, ή υπόγειας και μυστικής, ημερήσιας και νυχτερινής ζωής της Αθήνας. Επειδή τα τρία ουσιαστικά που σημειώσαμε (χαρτογράφος, απομνηματογράφος, ραβδοσκόπος) είναι ευκόλως παρεξηγήσιμα, μη θεωρηθεί ότι ο Κουμανταρέας είναι ένα είδος εξελιγμένου αθηναιογράφου, τύπου Κώστα Καιροφύλα. Ο,τι γνωρίζουμε για την Αθήνα, το γνωρίζουμε χάρη σε μυθιστορηματικές συνθέσεις που οι ήρωές τους ενδέχεται να καθορίζονται σε καταλυτικό βαθμό από την πόλη αυτή, όσον αφορά τη δράση τους, ταυτόχρονα όμως θα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν και αυτονόμως, με τον ίδιο ακριβώς ψυχισμό και την ίδια συμπεριφορά.

Το επιβεβαιώνει άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο η πλειονότητα των βιβλίων του Μένη Κουμανταρέα. Με προεξάρχοντα «Τα μηχανάκια», τη «Βιοτεχνία υαλικών», την «Κυρία Κούλα», «Το κουρείο», τα «Σεραφείμ και Χερουβείμ», τον «Ωραίο λοχαγό», τη «Συμμορία της άρπας», το «Δυο φορές Ελληνας», «Το show είναι των Ελλήνων».

«ΥΠΟΠΤΕΣ» ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ. Ποιες είναι οι προτιμητέες περιοχές της Αθήνας για τον δημιουργό του «Αρμενίσματος» και των «Καημένων»; Και που δεν είναι λιγότερο «ύποπτες» σήμερα απ’ ό,τι ήταν όταν έγραφε τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες που ήδη αναφέραμε ο Κουμανταρέας, «ύποπτες» αν και κατοικημένες από μια μικροαστική και μεσοαστική τάξη που θεωρείται πάντα η ασφαλέστερη εγγύηση της καθεστηκυίας ηθικής και της νομιμότητας, και κατακλυσμένες σήμερα από τους έτοιμους για όλα αλλοδαπούς.

Εχουμε λοιπόν δρόμους όπως η Αχαρνών, η Πατησίων, η 3ης Σεπτεμβρίου, η Χέυδεν, πλατείες όπως η Ομονοίας και η Αμερικής, περιοχές όπως η Κυψέλη και το Γκάζι, ή ο ηλεκτρικός Πειραιάς – Κηφισιά. Οσο και αν πρόκειται για ένα σκηνικό μουντό και συχνά βασανιστικό για όσους τις διέρχονται ή τις αλωνίζουν καθημερινά τις περιοχές αυτές, για τον πεζογράφο Κουμανταρέα δεν παύουν να είναι ένας ιδεώδης χώρος για να ανθίσουν βλέμματα, να ανταλλαγούν υποσχέσεις, να κινδυνεύσουν κάποιοι άνθρωποι, γιατί ο άνθρωπος έχει τόση ανάγκη τον κίνδυνο όσο και τη σιγουριά και την ασφάλεια. Οπως ακριβώς το λέει με έναν άλλο τρόπο ο Ντοστογιέφσκι, ότι «ο άνθρωπος έχει τόση ανάγκη από ευτυχία όση κι από δυστυχία».

Δρόμοι, πλατείες και περιοχές, εν τέλει, που όταν αδειάζουν τις πρώτες πρωινές ώρες μοιάζει να έχουν κρατήσει κάτι από τη ζωηρότητα των σωμάτων που τα διέσχισαν μέσα στη νύχτα. Μια ζωηρότητα που φαίνεται να έχει αδειάσει στα απαυδισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που περιμένουν στις αφετηρίες για τον Ασπρόπυργο και τον Σκαραμαγκά τις πρώτες πρωινές ώρες.

Οσο όμως και να ξεναγεί τον αναγνώστη του ο Μένης Κουμανταρέας σε δρόμους και σε πλατείες της Αθήνας, σε καμιά περίπτωση δεν θα χαρακτήριζες τα βιβλία του ως τουριστικά. Οι ήρωές του όσο μας είναι οικείοι και αναγνωρίσιμοι, άλλο τόσο έχουν κάτι από τη γοητεία ενός μύθου που μεγαλώνει ανάλογα με τον βαθμό του κοινωνικού τους αποκλεισμού και της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας. Οπως επίσης τα τετριμμένα αστικά τοπία μεταμορφώνονται στην πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα, φέρνοντας κάτι από τη δροσιά και το θάμβος ανεξερεύνητων περιοχών.