Ο διαχειριστής κεφαλαίων που είχε παίξει το 2010 με το ελληνικό χρέος (και είχε χάσει) Τζον Αλφρεντ Πόλσον, αποφάσισε τώρα να παίξει με την αγορά του 160χρονου οίκου πιάνων Steinway & Sons. Κάνοντας πολλά φρύδια να ανασηκωθούν τόσο στη Γουόλ Στριτ όσο και στον κόσμο της κλασικής μουσικής

Μία από τις πιο γνωστές ιστορίες στον χώρο της λεγόμενης κλασικής μουσικής θέλει τον διάσημο εκκεντρικό καναδό πιανίστα Γκλεν Γκουλντ να παθαίνει την πρώτη μεγάλη του ψυχοσωματική κρίση το 1959 μέσα στην αγαπημένη του έκθεση των περίφημων πιάνων Steinway & Sons, στην 57η οδό του Μανχάταν. Οταν ο πιανίστας, που δεν άντεχε να τον αγγίζουν, δέχτηκε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη από τον αρχιτεχνικό του οίκου πιάνων, ως καλωσόρισμα.

Ο Γκουλντ δήλωνε αμέσως μετά ότι έχει μια αίσθηση αποπροσανατολισμού, πόνους και ανεξήγητη κούραση, τα οποία απέδιδε σε εκείνο το φιλικό άγγιγμα, τόσο επίμονα και ενοχλητικά που σκέφτηκε μέχρι και να κινηθεί νομικά κατά του οίκου Steinway & Sons, όσο και αν λάτρευε –το έλεγε επανειλημμένα –τα πιάνα του. Ολοι έπεσαν πάνω του να τον μεταπείσουν, θυμίζοντάς του ότι ο εν λόγω οίκος είναι όχι μόνο ο πιο διάσημος στον κόσμο, αλλά και εκείνος που προτιμά (όπως διαφημίζει και η Steinway) το 98% των σολίστ του πιάνου σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο μέγας εκκεντρικός του πιάνου (στις ηχογραφήσεις του ακούγεται να μουρμουρίζει, σχεδόν ενοχλητικά, κάθε νότα) πείσθηκε. Βέβαια, ποτέ ξανά, ύστερα από εκείνη την πρώτη κρίση, δεν ήταν ο ίδιος. Εκτοτε έβγαλε τη φήμη του «παράξενου», που ακυρώνει συναυλίες την τελευταία στιγμή. Και βεβαίως κράτησε το CD 318 Steinway πιάνο του, το οποίο απαιτούσε να μεταφέρεται, μαζί με το ιδιότυπο χαμηλό καρεκλάκι του, έως τα πέρατα της Γης, σε κάθε συναυλία του. Το δάνεισε μάλιστα και στον φίλο του πιανίστα της τζαζ Μπιλ Εβανς για να ηχογραφήσει σε αυτό το άλμπουμ του «Conversations With Myself».

Βάγκνερ και Μπίλι Τζόελ

Δεν είναι ο μόνος που επέμενε στα συγκεκριμένα πιάνα. Από τον Φραντς Λιστ, τον Εϊτόρ Μπερλιόζ, τον Καμίγ Σεν-Σανς, Εντβαρντ Γκριγκ έως τους Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σεργκέι Προκόφιεφ, Ιγκόρ Στραβίνσκι και Σεργκέι Ραχμάνινοφ, πολλοί διάσημοι συνθέτες δούλεψαν πάνω σε Steinway. Οπως και πολλοί διάσημοι πιανίστες, από τον Αρτουρ Ρούμπινσταϊν και τον Βλαντίμιρ Χόροβιτς έως τους Κλάουντιο Αράου, Τζίνα Μπαχάουερ και τον νέο κινέζο σταρ Λανγκ Λανγκ. Και όχι μόνο κλασικοί. Οι Κόουλ Πόρτερ και Ιρβιν Μπέρλιν σε Steinway έγραψαν τα πασίγνωστα τραγούδια τους, μόνο Steinway άγγιζε η Νίνα Σιμόν και σε αυτό το πιάνο παίζουν –απαράβατα –η Νταϊάνα Κραλ ή ο Μπίλι Τζόελ.

Με αυτά τα δεδομένα κατά νουν, αλλά και με τα οικονομικά στοιχεία της Steinway & Sons με τις 300 εκθέσεις πιάνων σε ολόκληρο τον κόσμο και την δεδομένη αγάπη του για τα πιάνα, ο αμερικανός διαχειριστής κεφαλαίων κατέθεσε μέσω της εταιρείας του 512 εκατ. δολάρια για να αγοράσει το διάσημο οίκο. Ο οποίος κατάφερε να «φτιάξει όνομα» από το 1853, όταν τον έστησε σε ένα λοφτ στο Μανχάταν ο γερμανός μετανάστης Χάινριχ (Χένρι) Ενγκελχαρντ Στάινγουεϊ. Μαζί με τους γιους του, Σ.Φ. Τέοντορ, Τσαρλς, Χένρι τζούνιορ, Γουίλιαμ και Αλμπερτ, επί τριάντα χρόνια μελετούσε, παρέα με ειδικούς τεχνικούς που μετέφεραν την τέχνη και την τεχνική τους από γενιά σε γενιά, τον «τέλειο ήχο» του πιάνου. Κατασκευάζοντας ένα πιάνο τη φορά και εξελίσσοντάς το όλο προς το καλύτερο. Μια παράδοση που συνεχίστηκε –με όλο και πιο εξελιγμένες έρευνες ακουστικής και «δεσίματος» –ακόμη και αν η εξαγορά το 1972 της εταιρείας (που είχε πλέον εργαστήρια κατασκευής πιάνων στην Αστόρια, στο Κουίνς και στο Αμβούργο) από την CBS Corporation θεωρήθηκε κίνηση κατά της ποιότητας και υπέρ της ποσότητας. Οι επόμενες αλλαγές χεριών, το 1985 σε γκρουπ επενδυτών από τη Βοστώνη και το 1996 στην εταιρεία Waltham με έδρα στη Μασαχουσέτη, θεωρήθηκε ότι κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση, όταν και ο οίκος μπήκε στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με το κωδικό όνομα LVB –ώστε να θυμίζει τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. «Το Steinway είναι το μόνο πιάνο στο οποίο ο πιανίστας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και ό,τι ονειρεύεται», έχει δηλώσει ακόμη ένα μέλος της «παρέας των Steinway» –που έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο κλαμπ το οποίο αριθμεί 1.600 επίλεκτα μέλη –ο διάσημος σολίστ Βλαντίμιρ Ασκενάζι (ο οποίος πρόσφατα εκποίησε εξοχικό του στην Ελλάδα). Ρήση την οποία φαίνεται να ενστερνίζεται και ο έλληνας κουμπάρος του Βασίλης Τσαμπρόπουλος, που παίζει σε ένα συλλεκτικό Steinway αγορασμένο, όπως λέει, από το κατάστημα του ονομαστού έλληνα χορδιστή Ευάγγελου Τσαμουρτζή. Σε αυτό το πιάνο είχε πρωτοπαίξει κομμάτια από τον «Μεγάλο Ερωτικό» του, για φίλους, ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις, επίσης φαν του οίκου πιάνων.

Αυτή «η ζεστασιά και η ευγένεια στον ήχο» που διακρίνει ο πιανίστας Εμάνιουελ Αξ στα Steinway δεν είναι το μόνο ατού της εταιρείας, που το 2003 γιόρτασε τα 150 χρόνια της και με μια δισκογραφική έκδοση, με τα απαιτητικά Κοντσέρτα για πιάνο αρ. 2 και 3 του Ραχμάνινοφ, από τον Δημήτρη Σγούρο. Ο κύκλος εργασιών του οίκου ανέβηκε στα 353 εκατ. δολάρια το 2012 (έναντι 346 το 2011) και τα κέρδη του εκτινάχθηκαν στα 13,5 εκατ. από μόλις 1,6 εκατ. δολάρια το 2011, χρονιά μεγάλης κρίσης για τον οίκο. Πολλοί διέγνωσαν τότε ότι ο οίκος Steinway ετοιμάζεται για πώληση.

Και δικαιώθηκαν τον Ιούλιο όταν η Kohlberg & Company ανακοίνωσε ότι ήρθε σε αρχική συμφωνία για εξαγορά προς 35 δολάρια τη μετοχή (έναντι των 30,46 δολαρίων που έκλεισε την προηγούμενη ημέρα στο Χρηματιστήριο), για να παραιτηθεί την περασμένη Τρίτη όταν η εταιρεία του Πόλσον προσέφερε 38 δολάρια. Μετά την αντιπροσφορά της εταιρείας Samick Musical Instruments από τη Νότια Κορέα προς 39 (μάλιστα με το κωδικό όνομα Edelweiss –εις ανάμνηση του μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας»), ο Πόλσον στέφθηκε νικητής με 40 δολάρια τη μετοχή.

Λατρεία για τα πιάνα

Η Paulson & Company είχε μερίδιο σε πολλές εταιρείες, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχε προσκτηθεί καμία εξ ολοκλήρου. Ο ίδιος ο Τζον Αλφρεντ Πόλσον θεωρεί την εξήγηση απλή: λατρεύει τα πιάνα. «Και μόνη η αγάπη του για το προϊόν θα μας οδηγήσει στο πώς να το χειριστούμε επιχειρηματικά», ήταν το σχόλιο του προέδρου της Steinway & Sons, Μάικλ Τ. Σουίνι. Πολλοί όμως εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για το κατά πόσον το ενδιαφέρον της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων για τα θρυλικά πιάνα, «έχει να κάνει με κάτι παραπάνω από το πράσινο χρώμα του δολαρίου», όπως το θέτουν. Παρά την εκτιμώμενη πτώση στις πωλήσεις της τάξης του 20% τα τελευταία χρόνια (με θεαματική αύξηση όμως στη μεγαλύτερη αγορά, την Κίνα), δεν είναι λίγα τα 2.001 πιάνα, με τιμές έως και 218.000 δολάρια το κομμάτι, που πούλησε το 2012 η Steinway.

Χώρια ότι από τον περασμένο Μάρτιο, όταν άρχισαν να διαρρέουν και οι «ειδήσεις» για τα αυξημένα κέρδη της, διέρρευσε και ότι η εταιρεία ετοιμάζεται να πουλήσει προς 46,3 εκατ. δολάρια και το ιστορικό κτίριο ηλικίας 88 ετών, στο οποίο στεγάζεται η κεντρική έκθεση της Steinway & Sons, σε απόσταση αναπνοής από το ιστορικό Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης.

Ο ίδιος ο Πόλσον πάντως έχει τρία πιάνα Steinway στην κατοχή του: ένα μεσαίο μοντέλο Μ Gand, το μεγαλύτερο «πιάνο με ουρά» Ο και το μοντέλο Β, αξίας αρκετών δεκάδων χιλιάδων δολαρίων. Εκτός από τα πιάνα Steinway & Sons γνωρίζει ότι η εταιρεία πουλάει μία σειρά από περίφημα –αν όχι διάσημα –μουσικά όργανα: τρομπέτες Bach Stradivarius, σαξόφωνα Selmer Paris, κόρνα CG Conn, κλαρινέτα Leblanc, τρομπόνια King και ταμπούρλα Ludwig. Ο διαχειριστής κεφαλαίων, πάντως, έπαιζε κλαρινέτο, σαξόφωνο και ντραμς στα νιάτα του, αλλά τα άφησε επειδή απαιτούσαν αρκετή εξάσκηση…