Η αντιπαράθεση των δύο διάσημων εκπροσώπων του μοντερνισμού στη ζωγραφική έμοιαζε με παρτίδα σκάκι που κράτησε όλη τους τη ζωή

Πικάσο, ο νεότερος των δύο (ο πιο «φρέσκος» στην πιάτσα, αλλά και ο πιο αυθάδης), αναζητούσε την προσοχή του πρεσβύτερου Ματίς ακόμη και όταν –ή μάλλον ειδικά όταν –του έκλεβε εξόφθαλμα τις ιδέες ή τον παρωδούσε αγρίως. Ο Ματίς, από την άλλη, επιχείρησε στην αρχή να τον αγνοήσει επιδεικτικά, ώς τη δεκαετία του ’30, όταν με τη σειρά του χρησιμοποίησε φανερά ιδέες του «τρομερού παιδιού» για να βγει από το καλλιτεχνικό τέλμα στο οποίο είχε βρεθεί. Κατά καιρούς, πριν και μετά, αντάλλαξαν αρκετές φορές πίνακες, σημειώσεις αλλά και επισκέψεις. Ηταν όμως και οι δύο πολύ ανταγωνιστικοί για να γίνουν αληθινοί φίλοι.

Η πρώτη τους συνάντηση «κανονίστηκε» το 1906 στο Παρίσι από την πιο επιφανή των αμερικανών εμιγκρέδων, τη συγγραφέα Γερτρούδη Στάιν, η οποία «τολμούσε» τότε, μαζί με τον αδελφό της Λίο, να συλλέγει Ματίς σε μία περίοδο που πολλοί θεωρούσαν τα έργα του «χοντροκομμένα και άγρια». Συγχρόνως έκανε τακτικές επισκέψεις στο στούντιο του σχετικά άγνωστου ακόμη Πικάσο, και σε κάποια από αυτές πήρε μαζί της και τον Ματίς.

Με εξαίρεση ίσως τον θαυμασμό τους για τον «θεό» Σεζάν, οι δύο καλλιτέχνες έμοιαζαν να έχουν ελάχιστα κοινά («είμαστε σαν τον βόρειο και τον νότιο πόλο», θα έλεγε αργότερα ο Ματίς): ο Ματίς είχε γεννηθεί στη γαλλική Φλάνδρα το 1869 και είχε βρεθεί ως φοιτητής Νομικής στο Παρίσι, όταν στα 22 του αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Ο Πικάσο είχε γεννηθεί 12 χρόνια αργότερα στη Μάλαγα, και από πολύ μικρή ηλικία το εικαστικό του ταλέντο «έβγαζε μάτια». Οταν πήγε στο Παρίσι, στα 19 του, μπορούσε να ζωγραφίζει σαν τον Ραφαήλ, αλλά τον έτρωγε βαθιά μέσα του η επιθυμία για κάτι «διαφορετικό και αληθινό», προδιάθεση που θα τον οδηγούσε σταδιακά προς τον κυβισμό.

Στα τέλη του 1906 η «Χαρά της ζωής» του Ματίς προκάλεσε έντονες αναταράξεις στους παρισινούς εικαστικούς κύκλους, λίγο καιρό αφότου ο ζωγράφος είχε χαρίσει στον Πικάσο ένα πορτρέτο της κόρης του Μαργκερίτ, το οποίο ο Ισπανός κρέμασε στο στούντιό του προσκαλώντας τους φίλους του να του… πετάνε βελάκια.

Ο Πάμπλο Πικάσο απάντησε στη «Χαρά της ζωής» με τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» και ο Ματίς, αποδεχόμενος την πρόκληση, δημιούργησε το ακόμη πιο ριζοσπαστικό «Μπλε γυμνό». Στη συνέχεια ο Πικάσο αφοσιώθηκε στον κυβισμό και με την αυγή της δεκαετίας του ’20 οι δύο διάσημοι ζωγράφοι έμοιαζαν να βρίσκονται ξανά σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο Ματίς ζούσε σ’ ένα ξενοδοχείο στη Νίκαια, όπου ζωγράφιζε λαμπερές οδαλίσκες, ενώ ο Πικάσο αποτύπωνε στον καμβά Σάτυρους, Μινώταυρους και παράξενες νεοκλασικές φιγούρες. «Τι είναι αυτός ο Πικάσο, τελικά;» είχε γράψει στην κόρη του ο Ματίς το 1926. «Μοιάζει διαρκώς με ληστή που έχει στήσει ενέδρα…».

Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ματίς παρέμεινε στον γαλλικό Νότο και ο Πικάσο στο Παρίσι, παρά την απόσταση όμως η σχέση τους –λόγω και των περιστάσεων, ίσως –φάνηκε να αναθερμαίνεται. Ο Πικάσο ανέλαβε προσωπικά τη διακριτική φύλαξη έργων του Ματίς, τα οποία βρίσκονταν σε θησαυροφυλάκιο παρισινής τράπεζας, ενώ ο Ματίς όπου βρισκόταν θεωρούσε καθήκον του την υπεράσπιση του Πικάσο έναντι διαφόρων αμφισβητιών της αξίας της. «Αυτός ο κακόμοιρος άνθρωπος», είχε γράψει στον γιο του, Πιερ, «πληρώνει βαρύ τίμημα για τη μοναδικότητά του. Ζει στο Παρίσι ήσυχα, δεν τον ενδιαφέρει να πουλήσει έργα του, δεν ζητάει τίποτε από κανέναν».

Η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεσή τους σημειώθηκε στο Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου του Λονδίνου, το 1945, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, με αφορμή κοινή έκθεση έργων τους. «Αύριο Κυριακή, στις 4 το απόγευμα, θα με επισκεφθεί ο Πικάσο. Το μυαλό μου δουλεύει ασταμάτητα. Είμαι υποχρεωμένος να παρουσιάσω μαζί του αυτή την έκθεση «συμμαχικής προπαγάνδας» στο Λονδίνο. Μου είναι αδύνατον να διανοηθώ τον χώρο, με τους δικούς μου πίνακες στη μία πλευρά και τους δικούς του στην άλλη», έγραψε τότε ο Ματίς στο σημειωματάριό του. «Πόσο νηφάλιος –για να μην πω σφιγμένος –θα μοιάζω μπροστά στα πυροτεχνήματά του. Είναι σαν να συγκατοικώ με επιληπτικό. Πρέπει να το υποστώ, όμως. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου ότι η δικαιοσύνη θα λάμψει μια μέρα»

Η ειρωνεία είναι ότι, κατά κάποιον τρόπο, η δικαιοσύνη αποδόθηκε τελικά από τον ίδιο τον Πικάσο, ο οποίος δήλωσε προς το τέλος της ζωής του: «Οποιος εκτιμά την τέχνη οφείλει να φαντάζεται πλάι πλάι τα έργα που έκανα εγώ και ο Ματίς τότε. Κανείς ποτέ δεν έχει κοιτάξει τους πίνακές του πιο προσεκτικά από εμένα, και είμαι βέβαιος ότι το αντίστοιχο ίσχυε και για εκείνον».