Εδώ και δεκαετίες οι κριτικοί-θεωρητικοί του κινηματογράφου προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη φαινομενικά «αψυχολόγητη» εχθρότητα των πτηνών-πρωταγωνιστών της ταινίας του άρχοντα του σασπένς, του Αλφρεντ Χίτσκοκ –το επισημάναμε και πρόσφατα, με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοσή της. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη φιλολογία που έχει γεννήσει το φιλμ. Γιατί όσο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία μέσα στη ταινία, άλλο τόσο θρυλική παραμένει η ιστορία πίσω απ’ αυτήν.

Το 1961 ο Χιτς περνά την ώρα του χαζεύοντας απογευματινά τηλεοπτικά σόου, μέχρι που το βλέμμα του καρφώνεται σ’ ένα διαφημιστικό για το διαιτητικό αεριούχο ποτό Sego. Ο λόγος δεν ήταν τα κιλά του, αλλά το μοντέλο που πρωταγωνιστούσε: μια κάποια Τίπι Χέντρεν, ξανθιά, πεντάμορφη και με, ας πούμε, αριστοκρατική κοψιά. Δεν είναι δα και μυστικό ότι τέτοιες άρεσαν στον μακαρίτη.

Λίγες ημέρες μετά, στις 13 Οκτωβρίου για την ακρίβεια, η Χέντρεν δέχεται το τηλεφώνημα ενός ατζέντη που την ενημερώνει για το ενδιαφέρον του.

Η αμέσως προηγούμενη ταινία του είναι το «Ψυχώ», μια συνταρακτική εμπορική επιτυχία αλλά και μια –για την εποχή –πλήρως αναρχική ταινία τρόμου, απ’ αυτές που άλλαξαν συθέμελα το είδος. Οταν λοιπόν ο «μετρ της αγωνίας» σε ζητάει λες «ναι» χωρίς πολλή σκέψη. Αυτό έκανε και η Χέντρεν. Συναντήθηκε μαζί του και άρχισαν την κουβέντα, μια κουβέντα για τα πάντα εκτός από το αυτονόητο: ποιος θα ήταν ο ρόλος της; Και πού; Δίχως να έχει «πέσει» λέξη για το ζήτημα, η Χέντρεν έκανε αυτό που της ζητήθηκε: υπέγραψε ένα επταετές αποκλειστικό συμβόλαιο μαζί του, θέτοντας τα θεμέλια για μια μεγαλειώδη κινηματογραφική καριέρα. Ή έτσι, τέλος πάντων, φανταζόταν.

Η πρώτη οντισιόν της περιλαμβάνει σκηνές από παλαιότερες επιτυχίες του μετρ, όπως τη «Ρεμπέκα», το «Νοτόριους» αλλά και το «Κυνήγι του κλέφτη» –όπου προβάρει τις σκηνές της παρέα με τον ηθοποιό Μάρτιν Μπάλσαμ. «Θυμάμαι ότι ήταν εξαιρετικά αγχωμένη», θα γράψει αργότερα ο καλός καρατερίστας στα απομνημονεύματά του, «αλλά είχε μελετήσει τις ατάκες και την κίνησή της μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια». Ο «δημιουργός» δηλώνει ικανοποιημένος. Και αποφασισμένος να «πλάσει» μια σταρ από το μηδέν: διατάζει την ενδυματολόγο του Εντιθ Χεντ να σχεδιάσει μια σειρά από φορέματα για τη Χέντρεν –όχι για κάποιον μελλοντικό ρόλο αλλά για τις δημόσιες εμφανίσεις της. Μη σας ακούγονται παράξενα όλα αυτά –το σταρ σίστεμ ακόμη έτσι λειτουργεί! Στο δείπνο συγχαρητηρίων που θα ακολουθήσει ο σκηνοθέτης προσφέρει στην ηθοποιό του μια χρυσή καρφίτσα που αναπαριστά τρία πουλιά εν πτήσει. Με αυτόν τον τρόπο η Χέντρεν έμαθε ό,τι χρειαζόταν για τον ρόλο της στην επόμενη ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Περίπου…

Στο φιλμ, η Χέντρεν ενσάρκωνε τη Μέλανι Ντάνιελς, μια πλούσια δικηγόρο, που συναντά το Μιτς Μπρένερ (Ροντ Τέιλορ), ενώ εκείνος ψάχνει να αγοράσει δύο πουλιά για την αδελφή του. Αποφασίζει από παρόρμηση να του τα αγοράσει και να τα πάει στο σπίτι του. Την επόμενη ημέρα δέχεται επίθεση από ένα κοπάδι πουλιών ενώ, το ίδιο βράδυ, εκατοντάδες λυσσασμένα πτηνά κατεβαίνουν από μια καμινάδα τρομοκρατώντας την οικογένεια. Πανικός επικρατεί στη μικρή πόλη, καθώς ορδές πουλιών επιτίθενται σε βενζινάδικα, σχολεία και φάρμες. Κανένα σπίτι δεν είναι πια ασφαλές.

Η ταινία γυρίζεται στο Μποντέγκα Μπέι. Ενας χωρικός της περιοχής πληροφόρησε τον σκηνοθέτη ότι τα κοράκια μπορούσαν να γίνουν ιδιαίτερα επιθετικά σε οικόσιτα ζώα. Μάλιστα μπορούσαν να τους χτυπήσουν τα μάτια. Από αυτό εμπνεύστηκε τον θάνατο του αγρότη με το ξερίζωμα των ματιών του. Το δε σπίτι με το αγρόκτημα ήταν παλιά ρωσική φάρμα του 1849, καθώς στην περιοχή ζούσαν τον 19ο αιώνα πολλοί Ρώσοι από την εποχή που κατείχαν την Αλάσκα. Εμπνευσμένα δε από την ιδέα του ομότιτλου διηγήματος της Δάφνης ντι Μοριέ, «Τα πουλιά» στηρίζουν τον τρόμο στο ανεξήγητο. Οι επιθέσεις γίνονται χωρίς λόγο και αφορμή και από τις πρώτες σκηνές, της συνάντησης και του φλερτ της Χέντρεν με τον Τέιλορ, η γυναικεία σεξουαλικότητα μοιάζει να αντιπαραβάλλεται στο ξέσπασμα της φύσης.

Η πρώτη εβδομάδα των γυρισμάτων κυλά εξαίσια –η δε πρωταγωνίστρια δηλώνει πανευτυχής στον Τύπο. Λίγο μετά θα ανακαλύψει ότι ο Χίτσκοκ είχε αρχικά οραματιστεί την ταινία με πρωταγωνιστές τους Γκρέις Κέλι και Κάρι Γκραντ. Η Κέλι όμως, μετά τον γάμο της με τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό, είχε αποσυρθεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα και ο Γκραντ δεν ήταν διαθέσιμος εκείνη την περίοδο. Και αν το καλοσκεφτείτε, αυτό ουσιαστικά που προσπάθησε να κάνει ο Χιτς με την Χέντρεν δεν διαφέρει και τόσο με αυτό που επιχειρεί ο Τζέιμς Στιούαρτ με την Κιμ Νόβακ στον «Δεσμώτη του ιλίγγου» του 1958. Να «νεκραναστήσει» δηλαδή το χαμένο αντικείμενο του πόθου του με μια ρεπλίκα. Ξέρω, δεν ακούγεται πολύ υγιές. Το ίδιο αντιλήφθηκε και η Χέντρεν.

Στη μέση των γυρισμάτων «πέφτουν» τα γενέθλια της κόρης της, της Μέλανι Γκρίφθ (ναι, της γνωστής Μέλανι Γκρίφιθ), η οποία τότε ήταν μόλις έξι ετών. Το δώρο που της κάνει ο Χίτσκοκ; Μία μικρών διαστάσεων ρεπλίκα της μητέρας της, χωμένη σ’ ένα μικρό ξύλινο κουτί που μοιάζει επικίνδυνα με φέρετρο! Σιγά σιγά το αρρωστημένο κομμάτι της σχέσης του Χιτς με τη Χέντρεν γίνεται αντιληπτό απ’ όλο το συνεργείο. Θα περάσουν χρόνια μέχρι η πρωταγωνίστρια να πει ότι «αν υπήρχαν νόμοι κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης το 1963 θα ήμουν εκατομμυριούχος». Ο Χίτσκοκ είχε προσπαθήσει να τη φιλήσει, ένα πρωί, στη λιμουζίνα που τους πήγαινε στο στούντιο. Εκείνη αποτραβιέται. Και ξεκινούν τα δύσκολα.

Η Χέντρεν, μέχρι εκείνη τη στιγμή, γύριζε τις «επικίνδυνες» σκηνές της με πλαστικά μηχανικά πουλιά. Οχι πια. Ο σκηνοθέτης την τοποθετεί σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο όπου την ενημερώνει ότι «τα τζάμια είναι ασφαλείας». Οταν το γύρισμα ξεκινά και τα πουλιά εφορμούν, τα θρυμματισμένα γυαλιά βυθίζονται στο πρόσωπό της. Το γύρισμα σταματά κι ένας γιατρός αναλαμβάνει να τις αφαιρέσει ένα ένα τα θραύσματα. Την επομένη ένα σμήνος «εκπαιδευμένων» πουλιών σκίζει το μάγουλο της. Η ηθοποιός καταρρέει και ο γιατρός διατάζει τη διακοπή των γυρισμάτων της για μία εβδομάδα. Ο Χίτσκοκ αρνείται. Και ο γιατρός, εξοργισμένος, ρωτάει: «Τι θέλετε, κύριε Χίτσκοκ, να τη σκοτώσετε;».

Μετά το πέρας των γυρισμάτων ο Χίτσκοκ μιλούσε στον Τύπο με τα καλύτερα λόγια για την «ανακάλυψή» του. Και την έχρισε μάλιστα πρωταγωνίστρια και στην επόμενη ταινία του, την υπέροχη –και αδικημένη από την τότε κριτική –«Μάρνι», όπου εμφανιζόταν στο πλάι του Σον Κόνερι. Οι συνεχείς απαιτήσεις –κάθε είδους –όμως έφεραν τη Χέντρεν στα όριά της. Δεν θα συνεργαζόταν ξανά με τον Χίτσκοκ. Και, λόγω του συμβολαίου της μαζί του, θα έχανε οριστικά την ευκαιρία της για μια μεγάλη κινηματογραφική καριέρα.